Το οργονοενεργειακό συνεχές

του Κόρτνεϊ Μπέικερ (Courtney Baker), M.D., OS.J

Σημείωση του συγγραφέα : Αυτό το κείμενο είναι μια επέκταση της διάλεξης που δόθηκε στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης στα σεμινάρια για τον Βίλχελμ Ράιχ (Επιστημονική Οργονομία) το φθινόπωρο του 1979. Αποτελεί μια γενική επισκόπηση των διαφορών μεταξύ της οργόνης και των δευτερογενών ενεργειών και την εφαρμογή αυτών των διαφορών στη μοντέρνα κοσμολογία. Δεν είναι μια λεπτομερής ή πλήρης έκθεση για τις λειτουργίες της οργονοενέργειας ή της κοσμολογίας. O αναγνώστης επομένως θα κατανοήσει γιατί πολλές ενότητες είναι συντετμημένες. Μερικά μέρη (όπως η μετατόπιση των φασματικών γραμμών προς το ερυθρό) έχουν παρουσιαστεί με μεγαλύτερη λεπτομέρεια σε προηγούμενα τεύχη και άλλα θα αναπτυχθούν περισσότερο αργότερα.

Το «οργονοενεργειακό συνεχές» αναφέρεται στο γεγονός ότι η κοσμική ενέργεια αποτελεί ένα συνεχές μέσο ή υπόστρωμα που πληροί το διάστημα και είναι ταυτόχρονα πηγή ενέργειας. Στο πρώτο μισό αυτής της εργασίας θα περιγραφούν περιληπτικά οι βασικές φυσικές ιδιότητες αυτή της ενέργειας σε σχέση με τις ήδη υπάρχουσες γνώσεις για την ενέργεια απ' την πλευρά της μηχανιστικής φυσικής. Στο δεύτερο μισό, αυτές οι ιδιότητες θα εφαρμοσθούν στο Σύμπαν συνολικά καταδεικνύοντας τις βαθιές διαφορές της «κοσμολογίας» μας, που απορρέουν από τη γνώση αυτής της ενέργειας. Ειδικά θα προσπαθήσω να δείξω ότι η σύγχυση και η χαοτική κατάσταση που επικρατεί στη μοντέρνα κοσμολογία απορρέει κατά μεγάλο μέρος, απευθείας από την άρνηση ύπαρξης της οργονοενέργειας και πώς η γνώση της οργονοφυσικής ξεκαθαρίζει την εικόνα.

Μέρος 1: ΕΝΕΡΓΕΙΑ

Ιστορικά, πολλοί θεωρούν πως το πεδίο της μοντέρνας φυσικής αρχίζει με τη δημοσίευση των "Principia" τον Νεύτωνα που αντιπροσώπευαν μια μαθηματική σύνθεση της μηχανικής και της βαρύτητας (1).

Η φυσική στην αρχή κατενόησε τις δυνάμεις (και αργότερα την ενέργεια) σε σχέση με την κίνηση των μακροσκοπικών σωμάτων και εν συνεχεία προέκτεινε τη θεωρία της ενέργειας στη θερμότητα και στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία. Επομένως η μοντέρνα ορολογία και οι μονάδες δύναμης και ενέργειας είναι στενά συνδεμένες με την κίνηση της ύλης. Η μονάδα δύναμης η δύνη (dyn) ισοδυναμεί με ένα γραμμάριο που επιταχύνεται με ταχύτητα ενός εκατοστού/sec (2). Η μονάδα ενέργειας ή έργου, το έργιο (erg) ισοδυναμεί με μια δύναμη που μετατοπίζεται σε μια απόσταση ενός εκατοστού (1).

Η θεωρία της ενέργειας περιπλέκεται από το γεγονός ότι επεκτείνεται και σε διαφορετικές μορφές, όπως η «δυναμική» καθώς και η κινητική ενέργεια. Για παράδειγμα, μια μάζα που κινείται πάνω από την επιφάνεια της Γης περιέχει αυτόματα κινητική ενέργεια, εξαιτίας της κίνησης, ενέργεια του δυναμικού του πεδίου της βαρύτητας που οφείλεται στο ύψος της, δυναμική χημική ενέργεια και ενέργεια της μάζας (Ε=mc2) που εμπεριέχεται στην ίδια τη μάζα. Η φύση ή η μορφή από την οποία πηγάζει αυτή η ενέργεια δεν είναι πάντα φανερή. Φανερό είναι μόνο ότι μπορεί να επιτευχθεί ένα βασικό ισοδύναμο μηχανικού έργου. Επομένως είναι λογικό για πρακτικούς λόγους, να ορίσουμε την ενέργεια με όρους φυσικού έργου μια και αυτή η μορφή ενέργειας πραγματικά παρατηρείται και γίνεται αντιληπτή. Επομένως ενέργεια = έργο = δύναμη x μετατόπιση = μάζα x επιτάχυνση x απόσταση.

Η εφαρμογή αυτής της θεωρίας της ενέργειας στην οργόνη δημιουργεί ορισμένες δυσκολίες, επειδή η οργονοενέργεια είναι ελεύθερη από μάζα. Επιπλέον η κίνηση της οργόνης δεν απορρέει από την εφαρμογή μιας εξωτερικής δύναμης όπως γίνεται με την ύλη. Ωστόσο η οργόνη αλληλεπιδρά με την ύλη με διάφορους τρόπους και μετασχηματίζεται σ' ένα ισοδύναμο ποσό έργου ή θερμότητας όπως φαίνεται για παράδειγμα στα θερμικά αποτελέσματα του συσσωρευτή (Το-Τ).

Για τους παρόντες σκοπούς μας επομένως θα ορίσουμε την ενέργεια σαν την οντότητα που είναι ικανή να προκαλεί κίνηση και η οποία τελικά μπορεί να αποδοθεί σαν η κίνηση της ύλης. Αυτός ο ορισμός δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε μελέτη της μορφής από την οποία πηγάζει η ενέργεια ή της μεθόδου έκφρασής της ή ακόμα μιας εγγενούς σχέσης με την ύλη. Για παράδειγμα ο Ράιχ εξέφρασε την ενέργεια ελεύθερη από μάζα (2).

Ε f l3/t2

Ορίζοντάς την μαθηματικά μόνο με όρους του χώρου (1) και του χρόνου (t), τις δύο παραμέτρους που είναι απαραίτητες για την παρατήρηση της κίνησης (δηλ. ταχύτητα = 1/t). Αυτό ικανοποιεί το πρώτο μέρος του ορισμού. Από πρακτικής πλευράς όμως η αλληλεπίδραση της οργονοενέργειας με την ύλη (όπως είναι το θερμικό αποτέλεσμα) μας διαβεβαιώνει ότι είναι πολύ «αληθινό» το ότι συμπεριφέρεται (και επιδρά σε όργανα μέτρησης) μ' ένα τρόπο γνωστό στη φυσική. Μιλώντας μαθηματικά η ενέργεια έχει τις διαστάσεις των l3/t2 έχοντας κατά νου ότι η μάζα είναι λειτουργικά ίση με το μήκος.

Θεωρητικά, είναι απαραίτητο να δώσουμε έμφαση στις μαθηματικές και θεωρητικές πλευρές της ενέργειας, εξαιτίας του αξιοσημείωτου παράδοξου ότι παρ' όλο που η ενέργεια είναι πραγματικά «αληθινή» δεν μπορούμε να την παρατηρήσουμε άμεσα. Μια κινούμενη μάζα περιέχει μια ορισμένη κινητική ενέργεια (Ε= 1/2 mv2) που μπορεί να μετατραπεί σε χρήσιμο έργο η θερμότητα. Ωστόσο, μπορούμε μόνο να παρατηρήσουμε απ' ευθείας μια μάζα (m) που κινείται με μια ορισμένη ταχύτητα (ν). Η κινητική ενέργεια εμφανίζεται μόνο σαν μαθηματική σύνθεση στις εξισώσεις μας. Το ίδιο ισχύει και για την οργόνη. Δεν παρατηρούμε την ίδια την ενέργεια (l3t2) αλλά μόνο τις εκδηλώσεις της - φωταύγεια θερμότητα ηλεκτροστατική φόρτιση κλπ.

Θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι μπορεί κανείς γενικά να μετρήσει μόνο ενεργειακές διαφορές, όχι απόλυτες τιμές. Η κινητική ενέργεια μιας κινούμενης μάζας προσδιορίζεται μετρώντας την ταχύτητά της σχετικά με κάποια σημεία αναφοράς. Είμαστε ακίνητοι σχετικά με την επιφάνεια της Γης αλλά κινούμαστε με πολλά χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο σχετικά με τον Ήλιο κι ακόμα πιο γρήγορα σχετικά με το γαλαξιακό κέντρο. Επίσης η Το-Τ συγκρίνει το θερμικό αποτέλεσμα της συγκεντρωμένης ενέργειας στο συσσωρευτή με ένα κουτί ελέγχου (το οποίο επίσης συγκεντρώνει ενέργεια). Αυτή η άποψη έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναφορικά με την οργόνη, γιατί η ενέργεια διαπερνά ολόκληρο το Σύμπαν και δεν υπάρχει αληθινό «κενό». Πρέπει να δούμε εάν αυτή η κατάσταση ενυπάρχει ή όχι στη φύση της ενέργειας ή είναι επακόλουθο της παρούσης μεθοδολογίας και νοητικής προσέγγισής μας.

Η οργονοφυσική ταξινομεί την ενέργεια σε «πρωτογενείς» και δευτερογενείς» μορφές. H οργονοενέργεια και η βαρύτητα κατατάσσονται στην πρώτη κατηγορία ενώ όλες οι άλλες μορφές της ενέργειας που είναι γνωστές στη μηχανιστική φυσική θεωρούνται δευτερογενείς. Αυτό βασίζεται στις σχέσεις της ενέργειας με την ύλη. Η οργόνη είναι ελεύθερη από μάζα ενώ οι δευτερογενείς ενέργειες έχουν άμεση σχέση με την ύλη (συμπεριλαμβανομένων και των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων που απορρέουν από την κίνηση των φορτισμένων σωματιδίων). Η βαρύτητα παρ' όλο που φυσιολογικά θεωρείται λειτουργία της μάζας, στην πραγματικότητα υπάγεται στην πρώτη κατηγορία εξαιτίας της γένεσής της από την υπέρθεση ενεργειακών ρευμάτων και άλλων χαρακτηριστικών που περιγράφηκαν προηγουμένως (3).

Πηγή

Η μοντέρνα φυσική θεωρεί τη μάζα και τις δευτερογενείς ενέργειες (συμπεριλαμβανομένης και της βαρύτητας) σαν τις βασικές μη αναγώγιμες πραγματικότητες στο Σύμπαν. H μάζα και η ενέργεια είναι αντιστρέψιμες αλλά η ολική ποσότητα μάζας/ενέργειας (2) στο Σύμπαν είναι σταθερή - είναι ένα «δεδομένο» απ' το οποίο προέρχεται κάθε τι άλλο. Η αρχική προέλευση της μάζας/ενέργειας και κάτω από κάποιες προϋποθέσεις, δεν είναι ένα ερώτημα που απασχολεί τους εργαστηριακούς φυσικούς, αλλά τίθεται μόνο σε σχέση με διάφορες κοσμολογικές θεωρίες για την καταγωγή του Σύμπαντος. Για πραγματικούς λόγους αυτό έχει μεταθέσει το θέμα από τη φυσική στο πεδίο της φιλοσοφίας μια και η δημιουργία του Σύμπαντος δεν είναι ένα γεγονός που μπορεί να παρατηρηθεί.

Δύο μεγάλες κοσμολογικές θεωρίες κυριαρχούν τελευταία στην μοντέρνα σκέψη. Σύμφωνα με τη θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης (Big Bang Theory) η καταγωγή του Σύμπαντος προέρχεται από μια υπερβολικά συμπαγή πριν την ύλη «πύρινη μάζα». Δεν μπορεί να τεκμηριωθεί, εάν αυτή η πύρινη μάζα εμφανίστηκε μόνη της ή προέρχεται από μια προηγούμενη συστολή. Η θεωρία λοιπόν έτσι ή αλλιώς δεν ερμηνεύει τη φυσική βάση της δημιουργίας της μάζας/ ενέργειας. Στη θεωρία της Σταθεροποιημένης Κατάστασης (Steady-State Theory), η μάζα δημιουργείται συνέχεια από το τίποτα με τέτοιο αργό ρυθμό που δεν μπορεί να μετρηθεί. Και για τις δύο θεωρίες είναι αναγκαίο να εξηγήσουν την πηγή της μάζας/ενέργειας στο Σύμπαν αλλά κάνουν αυτή τη διαδικασία απρόσιτη γιατί παρεμβάλλεται είτε ο χρόνος είτε ένας μη παρατηρούμενος μηχανισμός. Στην ουσία η θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης υποστηρίζει ότι η παρούσα σύσταση του Σύμπαντος εξαρτάται από γεγονότα του μακρινού παρελθόντος.

Ο Ράιχ δέχθηκε ότι η ύλη δημιουργείται από την υπέρθεση δύο η περισσοτέρων ενεργειακών ρευμάτων (4) και είναι επομένως μια διαρκής διαδικασία που παρατηρείται στο παρόν. Αυτό τεκμηριώνεται με τις παρακάτω παρατηρήσεις και πειράματα.

  1. Το σχηματισμό των σπειροειδών γαλαξιών (4).
  2. Το πείραμα ΧΧ (5).
  3. Παρατηρήσεις ερημοποίησης από την Θ.ΟΡ. (2),(6).
  4. Το σχηματισμό σκόνης στο πείραμα «Όρανουρ» (7).

Η ελεύθερη από μάζα οργόνη είναι επομένως το βασικό υπόστρωμα από το οποίο απορρέει όλη η ενέργεια και η ύλη. Η δημιουργία της μάζας; ενέργειας επομένως γίνεται μια διαδικασία που μπορεί να παρατηρηθεί στο εργαστήριο (όπως η εμφάνιση θερμότητας στο συσσωρευτή, όπου από τη σκοπιά της κλασικής φυσικής η θερμότητα εμφανίζεται «από το πουθενά»). Βέβαια, η βασική πηγή της οργονοενέργειας είναι άγνωστη. Όμως δε χρειάζεται να βάζουμε περιορισμούς. Μπορεί να υπήρχε πάντα ή να είναι άπειρη σε έκταση.

Απαντήσεις σ' αυτές τις ερωτήσεις – σε αντίθεση με την κατάσταση στη μοντέρνα κοσμολογία - δεν είναι απαραίτητες για την κατανόηση της πραγματικής παρούσας λειτουργίας του Σύμπαντος.

Ο ωκεανός της οργονοενέργειας αντιπροσωπεύει το έσχατο, το «δεδομένο», μια ενδεχομένως απεριόριστη λίμνη ενέργειας απ' όπου προέρχεται και στην οποία μπορεί επίσης να γυρίσει η μάζα/ενέργεια (όπως έχουμε υποθέσει για παράδειγμα από τα φαινόμενα των αρνητικών μετρήσεων Το-Τ).

Τοποθεσία

Η μάζα, οι πρωτογενείς και οι δευτερογενείς ενέργειες παρατηρούνται ή συμπεραίνεται ότι βρίσκονται εκτενώς μέσα στο Σύμπαν σε διαφορετική ένταση, πυκνότητα και συγκέντρωση.

Ωστόσο εργαστηριακές παρατηρήσεις δείχνουν μια βασική διαφορά. Η μάζα και οι δευτερογενείς ενέργειες μπορούν να απομονωθούν, δηλαδή να αποκλειστούν από ορισμένες περιοχές με κατάλληλη τοποθέτηση υλικών. Αυτό περιλαμβάνει μερικά γνωστά παραδείγματα όπως τη δημιουργία του «κενού», των ηλεκτρικών και μαγνητικών ασπίδων, την απουσία θερμότητας (δηλαδή την πειραματική προσέγγιση του απόλυτου μηδενός) κλπ. Ωστόσο απ' όσα είναι γνωστά δεν ισχύει το ίδιο για τις πρωτογενείς ενέργειες. H βαρύτητα διαπερνά όλα τα υλικά, παρόμοια και η οργόνη, όπως ανακάλυψε ο Ράιχ στο πείραμα Όρανουρ (8) και στη φόρτιση μιας λυχνίας κενού με οργονοενέργεια (8).

Η συγκέντρωση της οργόνης δείχνει να έχει μεγάλες διακυμάνσεις, όπως και η ταχύτητα με την οποία διαπερνά διάφορα υλικά, αλλά το βασικό επίπεδο της ενέργειας φαίνεται να υπάρχει παντού.

Μέσο

Η φυσική είναι η μελέτη των νόμων της ύλης και της ενέργειας και σαν τέτοια σε αντιδιαστολή με τα μαθηματικά ψάχνει να βρει τη φυσική βάση των διαδικασιών που υπεισέρχονται στη δράση διαφόρων φυσικών δυνάμεων. Επομένως, ιστορικά η παρατήρηση ότι ορισμένες δυνάμεις - όπως η βαρύτητα, η ηλεκτρική και η μαγνητική - έχουν αποτελέσματα εξ αποστάσεως από την πηγή οδήγησε φυσιολογικά στην εξέταση του τρόπου λειτουργίας. Αρχικά ο «μηχανισμός» ήταν λίγο περισσότερο από μια άμεση περιγραφή δηλ. η θεωρία της «δράσης από απόσταση» στην οποία η πηγή της ενέργειας θα μπορούσε να έχει ακαριαία επίδραση σ' ένα απομακρυσμένο σημείο χωρίς να παρεμβάλλεται άλλος παράγοντας. Μια τέτοια θεωρία δεν επιδέχεται προσέγγιση - δεν κάνει δυνατή την περαιτέρω ανάλυση. Επιπλέον προσβάλλει την πιο βαθιά μας διαίσθηση και τη βασική έννοια της αιτίας και του αποτελέσματος.

Τον 19ο αιώνα έγινε η ανακάλυψη πολλών ηλεκτρικών και μαγνητικών αλληλεπιδράσεων και μέσα από τη δουλειά του Φαραντέυ και του Μάξγουελ η εισαγωγή της θεωρίας του «πεδίου». Το πεδίο ήταν μια συνεχής περιοχή προσδιορισμένη μαθηματικά που ήταν γύρω από την πηγή και προκαλούσε αποτελέσματα που μπορούσαν να μετρηθούν και διαδιδόταν προς τα έξω με ελαττωνόμενη ισχύ. Το πεδίο γέμιζε (τουλάχιστο θεωρητικά) το κενό ανάμεσα στην πηγή και στο σημείο επίδρασης. Αλλά τι πράγματι ήταν – φυσικώς – αυτό που διαδιδόταν προς τα έξω; Και ήταν απαραίτητο ένα μέσο; Εκείνη την εποχή θεωρούνταν δεδομένο ένα μέσο, ο «φωταυγών αιθέρας» ένα πολύ λεπτό, πιθανώς χωρίς μάζα «υλικό» που διαπερνώντας το διάστημα δρούσε ως μέσο για τις διάφορες επιδράσεις του πεδίου. Αυτή ήταν μια ιδιαίτερα επιθυμητή οντότητα για την κατανόηση των κυμάτων φωτός εφόσον για όλα τα άλλα γνωστά φαινόμενα κυμάτων χρειαζόταν ένα μέσο για τη μετάδοσή τους. Επιπλέον, επέτρεψε στον Μάξγουελ να θεωρητικοποιήσει τα διάφορα ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα με φυσικούς όρους, δηλ. τα ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία όπως την «ισχύ» στον αιθέρα - ο αιθέρας έχει πραγματικές ιδιότητες που θα μπορούσαν να τις δώσουν αριθμητικές αξίες (όπως uo και eo).

Στη συνέχεια ακολούθησε ένας αριθμός προσπαθειών για να ερευνηθεί η πραγματική παρουσία του αιθέρα. Το πιο γνωστό είναι το πείραμα της συμβολής των Μίκελσον – Μόρλεϊ. Όπως είναι γνωστό βέβαια απέτυχαν όλες οι προσπάθειες με εξαίρεση τη δουλειά του Μίλερ. Ο αιθέρας εγκαταλείφθηκε και άνοιξε ο δρόμος για τη θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν. Σαν αποτέλεσμα έχουμε σήμερα τη σύλληψη «των σφαιρών του μπιλιάρδου» στην οποία οι δυνάμεις μεταφέρονται με σωματίδια. Αυτά τα σωματίδια δε χρειάζονται μέσο για την κίνησή τους. Το φως, αποτελείται για παράδειγμα, από «φωτόνια» χωρίς μάζα που κινούνται χωρίς προσπάθεια στο κενό.

Ωστόσο παραμένουν τα παρατηρήσιμα φαινόμενα αποστάσεως πεδίου. Οι μηχανιστές τα έβγαλαν πέρα μ' αυτή τη θεωρητική δυσκολία, καταφεύγοντας σε μαθηματικές αφαιρέσεις, μη δίνοντας σημασία ή ακόμα και αρνούμενοι τη φυσική πραγματικότητα των πεδίων. Η κενότητα του διαστήματος γέμισε όχι μ' ένα μέσο αλλά μαθηματικά με «πεδία» τανύσεων και διανυσμάτων.

Η ανακάλυψη της ατμοσφαιρικής και κοσμικής οργονοενέργειας απέδειξε πειραματικά το γεγονός ότι το διάστημα ήταν γεμάτο με το συνεχές που είναι εμφανώς απαραίτητο για το φαινόμενο πεδίου και την κίνηση ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Παρ' όλα αυτά η οργόνη είναι πολύ πιο πολύπλοκο μέσο από την παλιά μηχανιστική σύλληψη του αιθέρα και θα πρέπει να διαφοροποιηθούν ξεκάθαρα διάφορες πλευρές :

1. Η οργόνη ως ένα συνεχές μέσο ή υπόστρωμα για πεδία, κύματα και κίνηση, έχει κάτι ανάλογο με τις ελαστικές ιδιότητες (όπως συνέλαβε ο Μάξγουελ τις «τάσεις του αιθέρα»). Δηλαδή τα πεδία και τα κύματα, είναι μια διαταραχή υποκείμενη σε τόπους, που διαδίδεται μέσα από το συνεχές.

2. Η οργόνη ως «υλικό» εφόσον μπορούμε να μιλήσουμε για το ποσόν ή την πυκνότητά της.

3. Η οργόνη ως πηγή ενέργειας, κίνησης και δομής.

Η οργόνη, είναι πολύ περισσότερο από ένα αδρανές μέσο. Δεν επιτρέπει μόνο τη διάδοση της ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας αλλά μπορεί και να αντιδράσει σ' αυτήν (π.χ. όπως στο πείραμα Όρανουρ). Επιπλέον, το διάστημα έχει «ιδιότητες» μόνο επειδή έχει ιδιότητες η οργόνη που το γεμίζει (eo, uο, c). Ο μηχανιστικός προσδιορισμός της eo ως «ιδιότητας του διαστήματος» είναι μυστικιστική ανοησία.

Κίνηση

Η θεώρηση της ποιοτικής φύσης της κίνησης και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες συμβαίνει αποκαλύπτουν μια προφανή διαφορά ανάμεσα στην οργόνη και στη μάζα/ενέργεια. Η κίνηση της ύλης πάντα προκαλείται και όλες οι αλλαγές στην ταχύτητα οφείλονται αποκλειστικά στη λειτουργία μια εξωτερικής δύναμης. Τα ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία εφόσον προέρχονται από φορτισμένα σωματίδια, προσδιορίζονται επίσης από την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων. Μια λιγότερο εμφανής περίπτωση είναι αυτή των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων όπου για παράδειγμα δεν χρειάζεται η κατανόηση ενός παράγοντα ο οποίος είναι απαραίτητος για να «σπρώχνει» το κύμα στα ταξίδια του διαμέσου του αιθέρα. Οπωσδήποτε η κίνηση των φορτισμένων σωματιδίων ήταν απαραίτητη ακριβώς πριν αρχίσει η διάδοση των κυμάτων. Ξεκάθαρα υπάρχει γενικά μια αυστηρή 1:1 αναλογία ανάμεσα στην κίνηση της μάζας/ενέργειας και μιας ειδικής προηγούμενης αιτίας.

Βέβαια υπάρχει κάποια δυσκολία στη συζήτηση της «τροχιάς» του ηλεκτρονίου, εφόσον σύμφωνα με την κβαντομηχανική το ηλεκτρόνιο δεν έχει μια καθορισμένη τροχιά αλλά μόνο μια ειδική πιθανή κατανομή. Ωστόσο ακόμα κι εδώ το ηλεκτρόνιο δεν έχει τη δική του θέληση. Κινείται μόνο σε σχέση με τη θέση του στα ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία του πυρήνα. Όμως, αυτή η κίνηση μπορεί να είναι γνωστή σε στιγμιαία βάση. (Αυτό τουλάχιστο είναι παραδεκτό από τη μοντέρνα φυσική. Πρέπει να ερευνηθούν οι άλλοι μη μηχανικοί παράγοντες που υπάρχουν στην κυματοειδή κίνηση του ηλεκτρονίου).

Ποιοτικά τα ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία είναι γεωμετρικώς αυστηρά καθορισμένα. Οι δυνάμεις και οι επαγόμενες κινήσεις είναι γενικά από τη φύση τους ευθύγραμμες, δηλαδή τις συναντούμε παράλληλες ή κάθετες κατά τις αλληλεπιδράσεις τους. Τα σωματίδια κινούνται σε ευθείες γραμμές, εκτός κι αν επιδρούν ειδικά πάνω τους εξωτερικές δυνάμεις.

Η ποιοτική φύση της οργονοενεργειακής κίνησης είναι πολύ διαφορετική. Ένα πρωταρχικό χαρακτηριστικό της οργόνης είναι ότι τίποτε δεν «προκαλεί» την κίνησή της. Είναι ένας «πρωταρχικός κινητής», με την απόλυτη έννοια της φράσης. Δηλαδή κινείται συνεχώς και αυθόρμητα ανεξάρτητα από κάποια εξωτερική δύναμη (παρ' όλο που η κίνησή της μπορεί να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί). Ίσως να μπορούσε να λεχθεί ότι η ίδια διεγείρεται για να κινηθεί. Εν πάση περιπτώσει δε χρειάζεται να εξηγήσουμε το γεγονός ότι κινείται και ότι ο τρόπος κίνησης και αλληλεπίδρασης υπακούουν εξ ολοκλήρου σε νόμους. Επιπλέον η κίνησή της δεν είναι βασικά ευθύγραμμη, αλλά μάλλον με μορφή σπειροειδών κυμάτων (4), σε σχήμα θηλιάς, κυματισμών και γενικά καμπυλοειδής. Επιπλέον ο παλμός και η παλμική δράση είναι ενδογενή χαρακτηριστικά που παρατηρούνται ευρέως. Αυτές οι μορφές είναι εγγενείς στην κίνησή της. Δεν είναι απαραίτητος κανένας εξωτερικός παράγοντας για την κίνηση σε σχήμα θηλιάς, όπως είναι για παράδειγμα στην καμπυλοειδή κίνηση του ηλεκτρονίου στο μαγνητικό πεδίο (η καμπυλοειδής κίνηση προκαλείται από το εξωτερικό μαγνητικό πεδίο). Τελικά ενώ το σχήμα κίνησης υπακούει σε νόμους και αναγνωρίζεται εύκολα, δεν προσδιορίζεται άκαμπτα γεωμετρικά, αλλά παρουσιάζει μια ποικιλία γύρω από διάφορες βασικές μορφές.

Ποιότητα

Οι δευτερογενείς ενέργειες και η μάζα χαρακτηρίζονται από μια μηχανική ποιότητα στις εκδηλώσεις και στις αλληλεπιδράσεις τους. Πράγματι, η φυσική περιγράφει την ενέργεια μόνο με όρους μεγέθους δηλαδή ποσότητας (τόσα έργια ενέργειας). Δεν αναγνωρίζονται ποιοτικές διαφοροποιήσεις. Η αλληλεπίδραση διαφόρων ενεργειακών πεδίων συμβαίνει με υπέρθεση, δηλαδή η γεωμετρική μορφή του πεδίου μπορεί προσωρινά να αλλάξει από την αλληλεπίδραση, αλλά κάθε ατομικό πεδίο παραμένει αμετάβλητο όταν σταματήσει η αλληλεπίδραση (όπως δύο μαγνητικοί ράβδοι διατηρούν το ατομικό τους πρότυπο πεδίο και την ένταση αφού απομακρυνθούν από μια αμοιβαία αλληλεπίδραση).

Η οργονοενέργεια αντίθετα είναι η ζωική ενέργεια. Επομένως οι λειτουργίες της στο έμβιο και άβιο χαρακτηρίζονται από μεγάλες διαφοροποιήσεις στην ποιότητα καθώς και στην ποσότητα. Επομένως παρ' όλο που πειραματικές μετρήσεις έντασης ή μεγέθους είναι μεγάλης σπουδαιότητας στην οργονοφυσική (π.χ. η οργονική τάση, η συγκέντρωση (5)), η ενεργειακή κατάσταση δεν περιγράφεται τελείως έως ότου πάρουμε υπόψη μας την ποιοτική πλευρά. Η ποικιλία των υγιών ανθρώπινων συγκινήσεων, που προέρχεται από την οργανισμική κίνηση της οργόνης μας δίνει κάποια εικόνα της ποικιλίας των διαφοροποιήσεων, π.χ. η ενέργεια μπορεί να είναι σε διέγερση, νεκρή, απαλή, σκληρή, λαμπυρίζουσα κλπ. Τέτοιες διαφοροποιήσεις συμβαίνουν και έξω απ' τον οργανισμό (όπως στην ατμόσφαιρα) και ακόμα και στα εργαστηριακά όργανα (όπως οι ασταθείς αντιδράσεις του μετρητή γκάιγκερ στο πείραμα Όρανουρ, που ήταν αντανάκλαση της ασταθούς λειτουργίας της ενέργειας στο εργαστήριο). Επιπλέον η ενέργεια μπορεί να υποστεί μεγάλες μετατροπές στη διάρκεια των παρατηρήσεων, π.χ. να αλλάξει από απαλή σε σκληρή, από νεκρή σε διεγερμένη, από οργόνη σε Θ.ΟΡ. κλπ. Αυτό περιλαμβάνει τη μοναδική ικανότητα για διέγερση δηλαδή μια δυνατή μη γραμμική αντίδραση στην οποία σχετικά μικρά ερεθίσματα μπορεί να γίνουν έναυσμα για πολύ μεγαλύτερα ενεργειακά επακόλουθα.

Μια από τις πιο σημαντικές ποιοτικές αλλαγές που μπορεί να συμβεί είναι η διαδικασία της υπέρθεσης στην οποία δύο ή περισσότερα ενεργειακά ρεύματα συγχωνεύονται και κάνουν μια νέα ενότητα. Αυτή είναι η διαδικασία της δημιουργίας. Η υπέρθεση μπορεί να οδηγήσει σ' ένα ολοκληρωτικά νέο σύστημα στο οποίο τα διάφορα ρεύματα που το συνθέτουν χάνουν την ταυτότητά τους και μεταβάλλονται σ' ένα νέο σύστημα. Στο άβιο βασίλειο δυο απ' τα καλύτερα παραδείγματα είναι ο σχηματισμός των συστημάτων καιρού (ιδίως των τυφώνων) και οι σπειροειδείς γαλαξίες.

Μετατροπές

Είναι κοινή παρατήρηση ότι οι περισσότερες μορφές ενέργειας μπορούν να αλληλομετατραπούν. Στην πραγματικότητα αυτή η ιδιότητα είναι μεγίστης πρακτικής σημασίας τη στιγμή που διάφορες μορφές ενέργειας μπορούν να αποθηκευτούν, να παραχθούν ή να μεταφερθούν σε μια μορφή και να χρησιμοποιηθούν σε άλλη. Η ίδια η μάζα είναι μια μορφή δυναμικής ενέργειας γιατί η πυρηνική διάσπαση απελευθερώνει ενέργεια.

Η οργονοενέργεια μπορεί επίσης να μετατραπεί ή να «εκφρασθεί» όπως οι διάφορες δευτερογενείς ενέργειες ή μπορεί με την υπέρθεση να σχηματίσει μάζα. Η διεγερμένη οργόνη φωταυγεί (φως), η συσσωρευμένη οργόνη παράγει θερμότητα (Το-Τ), ηλεκτροστατική φόρτιση και μαγνητικά πεδία (5). Η έντονα διεγερμένη οργόνη (όρανουρ) μπορεί να παράγει παλμούς στο μετρητή γκάιγκερ (8). Η συγκεντρωμένη οργονοενέργεια μπορεί επίσης να επιδράσει στη χημική σύνθεση μιας φωτογραφικής πλάκας (5). Είμαστε έτσι, σε θέση να μετρήσουμε τη δραστηριότητα της οργόνης από την αρχική της μορφή εξαιτίας των διαφόρων μετατροπών της.

Επιπλέον θεωρητικές σκέψεις, παρατηρήσεις στην έρημο (αλληλεπιδράσεις της οργόνης, Θ.ΟΡ. και νερού) και μερικές πειραματικές μετρήσεις (αρνητικά Το-Τ) θέτουν την υπόθεση ότι οι δευτερογενείς ενέργειες μπορούν να μετατραπούν σε οργονοενέργεια.

Η διατήρηση της ενέργειας

Ο πρώτος νόμος της θερμοδυναμικής ο οποίος υποστηρίζει τη διατήρηση της ενέργειας αντιπροσωπεύει ένα από τα πιο σταθερά στηρίγματα πάνω στα οποία βασίζεται η μοντέρνα φυσική. Υποστηρίζει ότι η ολική ποσότητα μάζας/ενέργειας (εφόσον η μάζα και η ενέργεια αλληλομετατρέπονται η μια στην άλλη) σε κάθε κλειστό σύστημα είναι σταθερή. Δηλαδή δεν μπορεί ούτε να δημιουργηθεί εκ τον μηδενός ούτε να καταστραφεί. Αυτός o νόμος έχει ένα σταθερό εμπειρικό θεμέλιο που ξεκινά από αναρίθμητα εργαστηριακά πειράματα και είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό θεωρητικό εργαλείο στην κατανόηση διαφόρων φυσικών φαινομένων.

Παρ' όλο που αυτός ο νόμος είναι σταθερά εδραιωμένος στην καθημερινή πρακτική και είναι θεωρητικά απαραβίαστος στο εργαστήριο, αμφισβητείται στο ευρύτερο κοσμολογικό πεδίο. Στη θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης, που εξηγεί τη δημιουργία, μερικοί οραματίζονται ότι ολόκληρο το Σύμπαν ξεπήδησε από μια έκρηξη από μια μοναδικότητα. Στην κυριολεξία όλα από το τίποτα. Και πιο πρόσφατα η θεωρητικολογία έθεσε σαν αξίωμα το αντίθετο - ολόκληρα άστρα εξαφανίζονται με τη μορφή «μαύρων οπών» σε μια μοναδικότητα. Η θεωρία της Σταθεροποιημένης Κατάστασης θέτει το αξίωμα πως η ύλη σχηματίζεται συνέχεια από το τίποτα, κάτι που συμβαίνει με ταχύτητα πολύ μικρή για να μετρηθεί. Όλες αυτές οι θεωρίες είναι παραβιάσεις του πρώτου νόμου της θερμοδυναμικής. Ωστόσο, παραμένουν προς το παρόν μόνο θεωρίες και δεν τεκμηριώνονται από την παρατήρηση.

Στο πεδίο της Οργονομίας δεν υπάρχουν ξεκάθαρα προσδιορισμένα πειράματα που να έχουν θέσει αυτό το θέμα σχετικά με την οργονοενέργεια. «Χρησιμοποιείται» στη διαδικασία δημιουργίας ύλης ή θερμότητας; Υπάρχει ένας μεταβολισμός οργόνης / μάζας / ενέργειας στον οποίο η ολική ενέργεια διατηρείται αλλά αλλάζει εν μέρει μορφή; Ο Ράιχ είχε αυτή την άποψη και έγραψε (q: ρ. 116) : Μπορεί ο βασικός «Νόμος διατήρησης της ενέργειας» να εναρμονιστεί με την ύπαρξη ενός οργονομικού δυναμικού; Ίσως μπορεί. Μια πρώτη δοκιμαστική πρόταση γι' αυτό το φαινόμενο προσφέρεται από την παρακάτω υπόθεση : Ενώ μερικές μονάδες οργόνης σχηματίζονται στον ωκεανό της οργόνης από συγκέντρωση, άλλες σταματούν τη μοναδική τους ύπαρξη δίνοντας ενέργεια στον ωκεανό της οργόνης.

Ο Δεύτερος νόμος

Ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής υποστηρίζει πως η εντροπία ενός κλειστού συστήματος χωρίς την επίδραση εξωτερικού έργου ή παραμένει η ίδια ή αυξάνει. Στην κοινή γλώσσα, συστήματα ενεργοποιημένα τείνουν να υποβαθμίζονται, θερμικά σώματα κρυώνουν, οι πυκνωτές εκφορτίζονται και γενικά το Σύμπαν έχει την τάση προς μια μεγαλύτερη κατάσταση τυχαιότητας. Αυτός ο νόμος περιγράφει τη φορά της ροής στα δευτερογενή ενεργειακά συστήματα και έχει επαληθευτεί από πάμπολλα πειράματα.

Η οργονοφυσική έχει παρατηρήσει με ξεκάθαρα εργαστηριακά πειράματα (όπως η αντίδραση του ηλεκτροσκοπίου, η Το-Τ, η αυθόρμητη φόρτιση μέσα στον οργονοσυσσωρευτή) και από πάρα πολλές σαφείς παρατηρήσεις (όπως η ανάπτυξη και ο σχηματισμός των νεφών, και η κίνηση ουσιών κατά μήκος χημικών και ηλεκτρικών κλίσεων στα βιολογικά συστήματα) τα οποία αποδεικνύουν ξεκάθαρα παραβίαση του δεύτερου νόμου (η βαρύτητα μια πρωτογενής ενέργεια δείχνει επίσης μόνο την έλξη και την κίνηση του μικρότερου σώματος από το μεγάλο, το οποίο αυξάνεται σε μέγεθος).

Η οργονοενέργεια μπορεί και συχνά το κάνει, «να πηγαίνει προς» τη μεγάλη συγκέντρωση σύμφωνα με το οργονομικό δυναμικό, δηλαδή κινείται από περιοχές μικρότερης συγκέντρωσης προς περιοχές μεγαλύτερης συγκέντρωσης.

Ωστόσο ακόμα και στην απουσία τέτοιων πειραματικών αποδείξεων ξεκάθαρα πιέζεται κανείς να παραδεχτεί κάποια δύναμη στη φύση που λαμβάνει υπόψη της το δεύτερο νόμο. Ο δεύτερος νόμος θεωρεί ότι το Σύμπαν έχει την τάση να αποδιοργανώνεται. Ωστόσο το Σύμπαν υπάρχει εδώ και τουλάχιστον δισεκατομμύρια χρόνια και τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά του είναι ακριβώς η πανταχού παρούσα οργάνωση υψηλού βαθμού και οι περιοχές συμπυκνωμένης ενέργειας. Πράγματι, όπως είπε ο Ράιχ «Το οργονομικό δυναμικό δεν έρχεται σε αντίθεση με το παλιό μηχανικό δυναμικό. Αντίθετα εξηγεί πώς είναι δυνατόν να υφίσταται ένα υψηλότερο ενεργειακό επίπεδο» (q: ρ. 114). Πουθενά αλλού δεν είναι αυτό πιο ξεκάθαρα εμφανές όσο στην περίπτωση ζωντανών συστημάτων, τα οποία διατηρούν συνέχεια ένα υψηλό δυναμικό οργάνωσης σχετικά με το περιβάλλον.

Επομένως, το οργονομικό δυναμικό έχει δυο σχετικές αλλά ξεχωριστές πλευρές :

  1. Μια αυθόρμητη ροή από τη χαμηλή προς την υψηλή συγκέντρωση κάτω από μερικές καταστάσεις, που επιτρέπουν τη συσσώρευση της ενέργειας.
  2. Την εμφάνιση της δομής σε οργονοτικά φορτισμένα συστήματα, π.χ. η τάση προς ανώτερη οργάνωση.

Αυτές οι δύο πλευρές αντιπροσωπεύουν μια αντιστροφή των δύο κύριων γνωρισμάτων του δεύτερου νόμου δηλαδή τη φορά της ροής της ενέργειας και την κατεύθυνση της ροής της οργάνωσης (πληροφορίας). Η συσσώρευση ενέργειας συνοδεύεται από την εμφάνιση της μορφής, της συνοχής και της οργάνωσης (όπως στα έμβια συστήματα). Ο Ράιχ θεώρησε πως ήταν σε τελική ανάλυση η πηγή της διάνοιας (4).

Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι το οργονομικό δυναμικό ισορροπεί από μια συμπεριλαμβανόμενη διαδικασία εκφόρτισης, που έχει ως αποτέλεσμα ένα ενεργειακό μεταβολισμό παρά μια απλή ες αεί συσσώρευση ενέργειας. Επομένως η ενέργεια μπορεί επίσης να ρέει από την υψηλή στη χαμηλή συγκέντρωση, όπως στα δευτερογενή ενεργειακά συστήματα, και να εξισώνει τις ενεργειακές διαφορές.

Μέρος ΙΙ : ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ

Η σύγχρονη κοσμολογία - όπως αναπτύσσεται από τη μηχανιστική επιστημονική κοινότητα - υπόκειται, τελευταία σε μια δυναμική αναθεώρηση και μια θεωρητική αναστάτωση. Έχουν γίνει μεγάλες βελτιώσεις στην πολυπλοκότητα των πειραματικών συσκευών και στην επεξεργασία των δεδομένων και έχουν φέρει στο φως ισχυρές ανεξήγητες εκπομπές ενέργειας (10), (11), σμήνη γαλαξιών συγκρατούνται από άγνωστες και μη μετρούμενες δυνάμεις (12), καταπληκτικά γρήγορες διακυμάνσεις στην ένταση της ακτινοβολίας (10), (11), ταχύτητες πιθανόν μεγαλύτερες από αυτή του φωτός (13), ανισότροπες κατανομές της 2,7 βαθμών ακτινοβολίας του υποβάθρου (14), έλλειψη ικανοποιητικών ηλιακών νετρίνων (15) και πολλά άλλα. Μερικά άρθρα εκφράζουν αρκετό άγχος για την έλλειψη αρκετής μάζας για να «κλείσουν» το Σύμπαν (έτσι ώστε να διαστέλλεται για πάντα) και περιγράφουν με λεπτομέρειες διάφορες προσπάθειες για να βρουν την απαραίτητη μάζα. Κατά συνέπεια οι θεωρητικοί που δουλεύουν με τη μηχανιστική θεωρία (η οποία αναγνωρίζει μόνο τέσσερις βασικές δυνάμεις στο Σύμπαν), ωθήθηκαν να προσφύγουν σε όλο και περισσότερο ακραίες, εξωτικές, ακόμα και αλλόκοτες θεωρίες για να εξηγήσουν αυτά τα ευρήματα. Έτσι είμαστε μάρτυρες της εισαγωγής των «μαύρων τρυπών» (13) των («λευκών εκρήξεων») (16), των μαύρων τρυπών που εκρήγνυνται (17), της (θεωρητικής) εξαφάνισης των άστρων και ακόμα την εξαφάνιση ολόκληρου του Σύμπαντος σε μια μοναδικότητα (13), των χωροχρονικών καναλιών (13), και τελικά την πρώτη δοκιμαστική έρευνα αυτής της ίδιας μετατόπισης προς το ερυθρό (18). Άλλοι απορρίπτουν τη θεωρία μαύρων τρυπών σαν πολύ των άκρων και παραδέχονται μόνο ότι λειτουργούν άγνωστες διαδικασίες στο κέντρο των γαλαξιών, προτιμώντας μόνο να τις ονομάζουν απλά «Η Μηχανή», «ο Πρωτογενής Κινητής».

Το χάος αυτό πιστεύω πως είναι το προβλεπόμενο αποτέλεσμα ενός γιγάντιου λάθους που συνέβη στις αρχές του αιώνα μας με την αποδοχή ενός άκυρου αποτελέσματος του πειράματος των Μίκελσον – Μόρλεϊ και τη σταθερή εγκαθίδρυση της σχετικότητας. Αυτά τα δυο γεγονότα άδειασαν το Σύμπαν από ένα μέσο, τον «αιθέρα», και συγχρόνως αρνήθηκαν την ύπαρξη μιας παγκόσμιας κοσμικής ενέργειας. Επιπλέον, η θεωρητική προσέγγιση έγινε άκρως περιορισμένη στο φυσικό πεδίο και αντίστοιχα άκρως αφηρημένη μαθηματικά, έτσι ώστε διάφορες ερμηνείες προσέφυγαν σε μη παρατηρούμενες οντότητες όπως «η καμπυλότητα του χώρου», η «εξαφάνιση σε μια μοναδικότητα» και η «συνεχής δημιουργία ύλης από το τίποτα». Μια άλλη συνέπεια του θανάτου του αιθέρα ήταν η ερμηνεία της μετατόπισης προς το ερυθρό με βάση την ερμηνεία του Doppler η οποία όπως θα δούμε, αποτελεί τη βάση όλη της μοντέρνας εικόνας του Σύμπαντος που διαστέλλεται.

Σχετικότητα

Η θεωρία της σχετικότητας μπορεί να θεωρηθεί ένας από τους θεμέλιους λίθους της μοντέρνας κοσμολογικής θεωρίας. Η αποδοχή της προήλθε βασικά από τα άκυρα συμπεράσματα διαφόρων πειραμάτων για την έρευνα του αιθέρα δηλ. τα πειράματα των Trouton - Noble και Michelson – Morley (19), καθώς και από την αποτυχία διαφόρων εναλλακτικών θεωριών (δηλ. τη συστολή των Lorentz – Fitzgeral, το εμπόδιο του αιθέρα και τις θεωρίες της εκπομπής). Αυτές οι εναλλακτικές θεωρίες προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τα ευρήματα σε μια φυσική βάση και να διατηρήσουν τον αιθέρα. Τα πειράματα φάνηκαν να αποκαλύπτουν στοιχεία ότι :

  1. Η ύπαρξη του αιθέρα ήταν μη καταδεικνυόμενη.
  2. Η τροποποίηση της ηλεκτροδυναμικής ήταν αστήριχτη.

Η σχετικότητα λοιπόν διατυπώθηκε σαν ένα σύνολο αξιωμάτων για να ερμηνεύσει τα ευρήματα. «Δεν υπάρχει ούτε ένα πείραμα που να αποδεικνύει τη σχετικότητα» (19: σελ. 283). Εδώ υπάρχει η βασική αδυναμία της σχετικότητας : Είναι βασικά ένα «πείραμα σκέψης» χωρίς μια ξεκάθαρα προσδιορισμένη φυσική, βάση.

Ωστόσο η ειδική σχετικότητα είχε σημαντική επιτυχία στο να κάνει εξακριβώσιμες προβλέψεις (π.χ. Ε = mc2). Τέτοιες εργαστηριακές επικυρώσεις μπορούν μόνο να σημαίνουν πως υπάρχει μια υποκείμενη φυσική βάση για τα παρατηρούμενα φαινόμενα, γιατί δεν μπορούμε να δεχτούμε την εγκυρότητά της σε ένα καθαρά αφηρημένο επίπεδο. Εφ' όσον η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία είναι στην πραγματικότητα μια κυματοειδής κίνηση σ' ένα μέσον, η ταχύτητα του φωτός πρέπει να θεωρηθεί ο φυσικός περιορισμός που επιβάλλεται στην κίνηση της δευτερογενούς ενέργειας από το οργονοενεργειακό συνεχές. Απ' αυτή τη σκοπιά δεν είναι περίεργο που είναι απαραίτητες τροποποιήσεις της θεωρίας της σχετικότητας του Γαλιλαίου, όταν τα σωματίδια κινούνται με μεγάλες ταχύτητες μέσα σ' ένα μέσο που μπορεί να αντιπροσωπεύει μια μορφή αντίστασης ή αγωγιμότητας.

Ξανά ένα βασικό χαρακτηριστικό της «σχετικοποιημένης» μηχανικής περιέχει τα προβλήματα του προσδιορισμού του ταυτόχρονου, που οφείλεται στο ότι η ταχύτητα του φωτός είναι η πιο γρήγορη δυνατή μορφή επικοινωνίας. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτό το πρόβλημα οφείλεται σε πρακτικό περιορισμό και όχι σ' ένα βασικό θεωρητικό όριο της φύσης.

Η γενική σχετικότητα ασχολείται με επιταχυνόμενα συστήματα αναφοράς και είναι πιο άμεσα σχετική με τη θεωρία της βαρύτητας. Σ' αυτό το πεδίο η πειραματική επαλήθευση είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματική απ' ό,τι οδηγείται κάποιος να πιστέψει. Οι μετρήσεις της καμπύλωσης του φωτός των άστρων από τον Ήλιο, για παράδειγμα, επιτεύχθηκαν μόνο σε 22 περιπτώσεις (6 εκλείψεις) και τα αποτελέσματα δείχνουν έναν εκπληκτικό βαθμό διασποράς, καθώς και μια αβεβαιότητα στις αναγνώσεις των ενδείξεων (η προβλεπόμενη τιμή είναι 1,75, οι τιμές μέτρησης κυμαίνονταν από 0,93 ως 2,73) (20). Επιπλέον, προτάθηκαν εναλλακτικοί μηχανισμοί για την προήγηση του περιηλίου του Ερμή όπως οι σχετικά πρόσφατες μετρήσεις του Dicke για την πλάτυνση του Ήλιου (21).

Οποιαδήποτε κι αν είναι επομένως η εγκυρότητα των υπολογισμών για τη σχετικότητα είναι ξεκάθαρο ότι μοιραία η θεωρία είναι ατελής στη φυσική βάση. Αυτό στηρίζεται στους παρακάτω παράγοντες :

  1. Ένα παγκόσμιο μέσο (που έχει πειραματική βάση), η οργόνη, υφίσταται και είναι επίσης μια πηγή ενέργειας.
  2. Η ηλεκτρομαγνητική ενέργεια είναι μια κυματοειδής κίνηση σ' αυτό το μέσον και έχει μια ορισμένη ταχύτητα (c), που οφείλεται στις φυσικές ιδιότητες του μέσου (ενώ αντιθέτως η σχετικότητα απλά υποστηρίζει αυτό το γεγονός σαν φιλοσοφική αρχή). Άλλες «ιδιότητες» του διαστήματος μπορούν μόνο να είναι ιδιότητες του μέσου που πληροί το διάστημα και όχι του ίδιου τον διαστήματος (όπως uο, eo). Ο Μάξγουελ βρήκε την ταχύτητα του φωτός απ' αυτές τις ιδιότητες με τρόπο ανάλογο που τα γνωστά μαθηματικά, βρήκαν τη διάδοση των κυμάτων σε άλλα μέσα.
  3. Το πείραμα Michelson-Morley δεν διαφοροποιεί τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα της διέγερσης που περνούν μέσα από το μέσο και το «φως» που είναι η τοπική φωταύγεια. Αυτή η διαφορά έχει πειραματική βάση (τη λυχνία κενού).
  4. Ο αιθέρας θεωρήθηκε ότι υφίσταται μ' ένα ειδικό, μηχανικό τρόπο. Ήταν είτε ακίνητος σε σχέση με τη Γη ή ελκόταν από «σταθμητά σώματα». Δεν λαμβανόταν υπόψη ή δεν οριζόταν ως προϋπόθεση η κίνηση με μεγάλες διακυμάνσεις, που τώρα ξέρουμε πως πράγματι υπάρχει. Η Γη μεταφέρεται από ρεύματα ενέργειας στο διάστημα αλλά επίσης διατηρεί το δικό της συγκεντρωμένο πεδίο το οποίο επίσης κινείται στην επιφάνειά της από δυσμάς προς ανατολάς.
  5. Ο αιθέρας απορρίφθηκε με πειράματα καθ' ολοκληρία σ' ένα πολύ περιορισμένο πεδίο, σε ηλεκτρομαγνητικές παρατηρήσεις (δηλαδή σε πειράματα με φορτισμένους πυκνωτές και φως). Η οργόνη αντίθετα ανακαλύφθηκε σε ζωντανές καλλιέργειες και είναι θεμελιωδώς διαφορετικό είδος ενέργειας.
  6. Η γενική σχετικότητα η οποία συσχετίζει τη βαρύτητα με την καμπυλότητα του χώρου, δεν παίρνει υπόψη της ένα μέσο για τα βαρυτικά πεδία ούτε τη γένεση της ύλης στο διάστημα από την οργονοενέργεια.

Δεν υπάρχει επομένως αιτία σε φυσική βάση, για να υποθέσουμε ότι η ταχύτητα του φωτός είναι η «απόλυτη ταχύτητα» στο διάστημα. Είναι μόνο η χαρακτηριστική ταχύτητα της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας.

Η μετατόπιση προς το ερυθρό

Η μετατόπιση προς το ερυθρό είναι ένας δεύτερος μεγάλος στυλοβάτης της μοντέρνας αστρονομικής σκέψης και είναι απ' ευθείας υπεύθυνη για τη θεωρία του «διαστελλόμενου Σύμπαντος».

Το ίδιο το φαινόμενο της μετατόπισης προς το ερυθρό προέρχεται από δυο παρατηρήσεις :

  1. Ότι οι απομακρυσμένοι γαλαξίες δείχνουν μια μετατόπιση των φασματικών γραμμών κατά τη διεύθυνση του ερυθρού άκρου του φάσματος.
  2. Ότι αυτή η μετατόπιση αυξάνεται ανάλογα με τη συμπεραινόμενη απόσταση του γαλαξία.

Αυτά τα δύο γεγονότα ενώνονται με μια ειδική ερμηνεία. Δηλαδή ότι η μετατόπιση οφείλεται στο φαινόμενο Doppler και γι' αυτό οι γαλαξίες (και το Σύμπαν ως ολότητα) πρέπει να απομακρύνονται (από ένα υποθετικό κέντρο) με μια ταχύτητα ανάλογη με την απόσταση από το κέντρο. Πολλά πράγματα απορρέουν απ' αυτή την ιδέα. Η συναγόμενη διαστολή μπορεί να γυρίσει πίσω στο χρόνο, ώσπου να γίνει φανερό ότι όλη η ύλη στο Σύμπαν ήταν κάποτε συμπυκνωμένη στο ίδιο σημείο και χρόνο. Η παρούσα διαστολή είναι το υποθετικό αποτέλεσμα μιας δυσμέγιστης έκρηξης. Εξ ου και η προέλευση της θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης. Επιπλέον εφ' όσον η ταχύτητα απομάκρυνσης αυξάνεται με την απόσταση αλλά (εξ αιτίας της σχετικότητας) δεν μπορεί να ξεπεράσει την ταχύτητα του φωτός, το Σύμπαν έχει ένα «πεπερασμένο» μέγεθος καθώς και μια περιορισμένη ηλικία (υπολογίζεται προς το παρόν στα είκοσι δισεκατομμύρια χρόνια). Παραμένει σκοτεινό το ό,τι συνέβη (εάν συνέβη κάτι) πριν τη μεγάλη έκρηξη.

Η διαστολή είναι επίσης αποδεκτή αλλά μ' ένα διαφορετικό μηχανισμό στη θεωρία της Σταθεροποιημένης Κατάστασης ή της Συνεχούς Δημιουργίας. Εδώ, η διαστολή οφείλεται σε μια αμοιβαία απώθηση της ύλης που οφείλεται σ' ένα κατ' αξίωμα «πεδίο – C» και η μάζα παράγεται συνέχεια για να γεμίσει το χώρο που παράγεται από τη διαστολή.

Η αποδοχή αυτών των θεωριών και τα ενδογενή όριά τους έχουν περιορίσει σοβαρά την κατανόηση του Σύμπαντος. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως εάν αυτή η συγκεκριμένη ερμηνεία της μετατόπισης προς το ερυθρό δεν είναι σωστή, καταρρέει ολόκληρη η βάση της μοντέρνας κοσμολογίας.

Δεν είναι μόνο όλες οι παρούσες, προγενέστερες και μελλοντικές δυναμικές του Σύμπαντος δεμένες σε μία ολότητα στη διαστολή, αλλά και οι λεπτομέρειες χαρακτηριστικών αντικειμένων, εφ' όσον η μετατόπιση προς το ερυθρό χρησιμοποιείται σαν ένας βολικός υπολογισμός απόστασης. Το τελευταίο είναι χρήσιμο για τον υπολογισμό του απόλυτου μεγέθους, της παραγωγής ενέργειας και των δυναμικών ειδικών άστρων, γαλαξιών, κβάζαρ κλπ.

Έχω παρουσιάσει μια οργονομική εξήγηση της μετατόπισης προς το ερυθρό με κάποια λεπτομέρεια προηγουμένως σ' αυτό το περιοδικό (22). Εν ολίγοις, βασίζεται σε δύο στοιχειώδη αξιώματα, (που έχουν πειραματική βάση) για τη μετάδοση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων :

  1. Ότι η ηλεκτρομαγνητική ενέργεια είναι ένα κυματικό φαινόμενο σ' ένα μέσο, το οργονοενεργειακό συνεχές.
  2. Ότι αυτά τα κύματα σε σχέση με όλα τα άλλα φαινόμενα κυματισμού, σταδιακά χάνουν ενέργεια κατά τη διέλευσή τους από το μέσο.

Αυτό απορρέει άμεσα από το νόμο του Πλανκ (Ε = h * f ) ότι ένα ηλεκτρομαγνητικό κύμα που χάνει ενέργεια ελαττώνει επίσης τη συχνότητα του φάσματος. Επιπλέον είναι εμφανές ότι αυτή η μετατόπιση θα είναι μεγαλύτερη ανάλογα με την απόσταση που το κύμα έχει να διανύσει. Αυτή η ερμηνεία της μετατόπισης προς το ερυθρό σημαίνει απλά ότι είναι μια ένδειξη της απόστασης αλλά χωρίς κάποια συνεπαγόμενη ταχύτητα.

Οι θεωρητικές συνέπειες αυτής της θεωρίας για τη μοντέρνα κοσμολογία είναι άμεσες και δραστικές. Δεν είναι πια απαραίτητο οι γαλαξίες να απομακρύνονται και γι' αυτό δεν είναι απαραίτητο να διαστέλλεται το Σύμπαν παρ' όλο που τμήματά του είναι δυνατό να διαστέλλονται. Έτσι η μετατόπιση προς το ερυθρό δεν συνεπάγεται ή επιβάλλει κάποιο ειδικό μηχανισμό δημιουργίας, ηλικίας ή μεγέθους στο Σύμπαν. Επιπλέον αυτό δεν αποκλείει την ταυτόχρονη ύπαρξη της αξιόπιστης μετατόπισης Doppler προς το ερυθρό.

Μείναμε μ' ένα Σύμπαν που δυναμικά είναι απροσδιόριστο σε ηλικία και έκταση. Μεγάλα τμήματα του Σύμπαντος μπορούν φυσικά, να διαστέλλονται ή να συστέλλονται. Στην πραγματικότητα θα πρέπει να το θεωρήσουμε αυτό ως λογική πιθανότητα, λόγω της ενδογενούς παλμικής φύσης της οργονοενέργειας. Η συνεχής δημιουργία ύλης (και η καταστροφή της) συμβαίνει επίσης στο παρόν. Μ' αυτή την οπτική το Σύμπαν γίνεται αμέσως και πιο απλό και πιο ποικίλο: υπάρχουν λιγότεροι περιορισμοί στις δυναμικές του, αλλά μπορούμε να συμπεράνουμε επίσης λιγότερα για το μέγεθος, απόσταση, την ηλικία κλπ. μόνο από τη μετατόπιση προς το ερυθρό.

Η 2,7 Κ ακτινοβολία του υποβάθρου

Η κοσμική ακτινοβολία του υποβάθρου αποτελείται από μετρήσιμη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που προέρχεται από όλες τις κατευθύνσεις στο διάστημα με το χαρακτηριστικό φάσμα ενός μέλανος σώματος στη θερμοκρασία των 2,7° Κ. Γενικά θεωρείται ότι παρέχει σημαντικές ενδείξεις που υποστηρίζουν τη θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης. Σύμφωνα με αυτή την άποψη η ισχυρή ακτινοβολία που ήταν παρούσα στην πρωτογενή πύρινη σφαίρα, κατά τη διάρκεια των πρώιμων σταδίων της έκρηξης έχει μαζικά μετατοπιστεί προς το ερυθρό στο τωρινό της επίπεδο διαστολής του Σύμπαντος. Επιπλέον ανακαλύφτηκε τελευταία ότι αυτή η ακτινοβολία δεν είναι τελείως ισοτροπική. Στην πράξη η παρέκκλιση επιτρέπει ένα προσδιορισμό της ταχύτητας του γαλαξία σχετικά με τη γενική ακτινοβολία του υποβάθρου. Αυτό στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με ένα πλαίσιο αναφοράς για την κίνηση στο Σύμπαν που μοιάζει με τον αιθέρα (14).

Εδώ πάλι, βλέπουμε να επαναλαμβάνεται το εξής : Ένα φαινόμενο του παρόντος ερμηνεύεται αναφορικά με μια ειδική και συγκεκριμένη θεωρία της δημιουργίας της οποίας η έσχατη πηγή βρίσκεται στο μακρινό παρελθόν. Επιπλέον, μπορεί να γίνει κριτική αυτής της ερμηνείας με τους ίδιους της τους όρους : Για παράδειγμα γιατί η ακτινοβολία που κινούνταν με την ταχύτητα του φωτός δεν απομακρύνθηκε ταχύτατα από τη μάζα που κινούνταν πιο αργά; Αυτή η ερώτηση τέθηκε και απαντήθηκε αλλά περιέχει κι άλλες υποθέσεις και εκδηλώσεις της ίδιας θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης (14).

Αντίθετα η οργονομική κατανόηση δεν είναι μόνο πολύ πιο απλή σαν ιδέα αλλά κάτι που είναι πιο σημαντικό βασίζεται στην εργαστηριακή παρατήρηση. Ένα βασικό εύρημα της οργονοφυσικής είναι το θερμικό αποτέλεσμα της οργόνης στην ύλη που φαίνεται καλύτερα στην αύξηση της θερμοκρασίας (Το-Τ) του οργονοσυσσωρευτή. Είναι λογική συνέπεια ότι μια παρόμοια επίδραση μπορεί να συμβαίνει στο Σύμπαν εξαιτίας της θέρμανσης της ύλης στο διάστημα από την οργονοενέργεια Το μέγεθος της επίδρασης (2,7 βαθμοί) είναι του ίδιου μεγέθους που παρατηρείται ουσιαστικά στα εργαστηριακά πειράματα. Επομένως η ακτινοβολία των 2,7 βαθμών είναι απλά μια παρατηρούμενη συνέπεια της συνεχώς κινούμενης οργονοενέργειας στο διάστημα, δηλαδή μια καθημερινή διαδικασία και όχι ένα υπόλειμμα από τη στιγμή της δημιουργίας.

Η μη ισοτροπική κατανομή της ακτινοβολίας δείχνει μια διακύμανση συνδεόμενη με νόμους με την κατεύθυνση και έχει ερμηνευτεί ως ενδεικτική της κίνησης του συνόλου του γαλαξία μας σε συγκεκριμένη κατεύθυνση μέσα στο διάστημα.

Η κίνηση καθορίζεται ως σχετική με την ίδια την ακτινοβολία υποβάθρου και σχηματίζει ένα πλαίσιο αναφοράς όχι διαφορετικό από τον παλιό «αιθέρα». Ωστόσο, μια και αναγνωρίζουμε την ακτινοβολία του υποβάθρου ως ένα κυματικό φαινόμενο σ' ένα μέσο, αυτό είναι ισοδύναμο με την κίνηση σχετικά με το ίδιο το μέσο, το οποίο είναι το οργονοενεργειακό συνεχές. Οι μετρήσεις της ακτινοβολίας, έχουν επομένως επιβεβαιώσει την ύπαρξη ενός αιθέρα που μπορεί να συνθέτει ένα πλαίσιο αναφοράς για κίνηση.

Ενέργεια

Το πρόβλημα της ενέργειας έγινε μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στη μοντέρνα κοσμολογία. Όλο και περισσότερες παρατηρήσεις είχαν ανακαλύψει εκπομπές ενέργειας πολύ μεγαλύτερες απ' αυτές που μπορούν να μετρηθούν από γνωστές διαδικασίες. Αυτό περιλαμβάνει για παράδειγμα την ισχυρή εκπομπή ενέργειας από τα κβάζαρ που κατέληξε στην υπόθεση για τη «...."μηχανή" που είναι κρυμμένη στο κέντρο τους και τα καθιστά τους πιο δυνατούς πομπούς ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας στο Σύμπαν» (11).

Πιο πρόσφατα το παρατηρητήριο των Ακτίνων Χ του Αϊνστάιν που είναι σε τροχιά γύρω από τη Γη έχει καταγράψει εκπομπές ακτινοβολίας Χ υπερβολικά πιο ισχυρές απ' τις προσδοκώμενες από διάφορες περιοχές του ουρανού. «Για τους νάνους η παρατηρούμενη εκπομπή είναι ένα εκατομμύριο φορές μεγαλύτερη απ' αυτή που περιμένουμε» (11). Άλλα ενεργειακά προβλήματα είναι παρεμβαλλόμενες δυνάμεις πιο ισχυρές από αυτές που προβλέπονται από τους υπολογισμούς, όπως οι άγνωστες δυνάμεις που συγκρατούν τα συμπλέγματα των γαλαξιών : «Οι υψηλές ταχύτητες αυτών των γαλαξιών και η πυκνή κατανομή τους στο διάστημα συνεπάγεται ότι συνδέονται μεταξύ τους με μαγνητικές δυνάμεις πολύ μεγαλύτερες απ' αυτές που μπορούν να εξηγηθούν από την ορατή μάζα....» (12). Προσπάθειες για να εξηγηθεί αυτό περιλαμβάνουν «.... την καταπληκτική υπόθεση ότι ο γιγαντιαίος γαλαξίας Μ87 ... μπορεί να έχει στον πυρήνα του μια μαύρη τρύπα με μάζα ισοδύναμη με πέντε δισεκατομμύρια Ήλιους» (12).

Η ενέργεια επίσης καταδεικνύεται από την κίνηση όπως είναι η πρόσφατη ανακάλυψη της ταχύτητας του γαλαξία μας των 600 km/sec, σχετικά με το Σύμπαν γενικά. Αυτή η «ιδιαίτερη ταχύτητα» (όχι η ταχύτητα του Hubble) αποδίδεται σε ένα στατιστικά απροσδόκητο υπόλειμμα που παρέμεινε από τη μεγάλη έκρηξη ή σε ένα «τοπικό στροβιλισμό ή στην τροχιακή κίνηση γύρω από ένα απόμακρο σημείο» (14).

Τέτοια ευρήματα ωθούν τις μηχανιστικές θεωρίες σε ακραία όρια πρωτοτυπίας αλλά και αξιοπιστίας και βασικά καταδεικνύουν την ανεπάρκεια των εξηγήσεων για τη μάζα/ενέργεια. Η ανεπάρκεια απορρέει στο πιο βασικό επίπεδο από την προσέγγιση, που δίνει προτεραιότητα στις υλικές λειτουργίες και όχι στις λειτουργίες της ελεύθερης από μάζα ενέργειας. Αυτό αρνείται τις συμπαντικές λειτουργίες της ενέργειας που είναι βασικές στη δημιουργική διαδικασία συσσώρευσης ενέργειας. Την υπέρθεση, την αυθόρμητη κίνηση και το οργονομικό δυναμικό.

Θα αναφέρουμε εδώ διάφορα παραδείγματα (που θα συζητηθούν με μεγαλύτερη λεπτομέρεια παρακάτω) :

  1. Η καταγωγή και η μορφή των σπειροειδών γαλαξιών κατανοείται με όρους ενεργειακών ρευμάτων σε υπέρθεση.
  2. Η πηγή της ηλιακής ενέργειας, που τώρα προκαλεί πολλές συζητήσεις, ξεκαθαρίζει όταν ερμηνευθεί με το οργονομικό δυναμικό, σύμφωνα με το οποίο ο Ήλιος μπορεί συνεχώς να απορροφά ενέργεια από το διάστημα.
  3. Η τοπική κίνηση των άστρων και των γαλαξιών γίνεται σαφής αν ερμηνευθεί σύμφωνα με τα αυθόρμητα κινούμενα ενεργειακά ρεύματα που τα φέρουν μαζί τους στο διάστημα.

Εκτός από αυτές τις γνωστές οργονομικές λειτουργίες θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και το δυναμικό μέγεθος των οργονοενεργειακών δυνάμεων. Είναι λογικό να περιμένουμε ότι το ενεργειακό επίπεδο της ελεύθερης από μάζα οργόνης σε συμπυκνωμένη μορφή, ξεπερνά κατά πολύ αυτό των δευτερογενών ενεργειακών πηγών (όπως της πυρηνικής ενέργειας ή της βαρύτητας της μάζας), θεωρώντας τη μάζα και το δεύτερο νόμο περιοριστικούς παράγοντες στην κίνηση και συγκέντρωση της ενέργειας. Αυτό ενισχύεται, για παράδειγμα, από τα πειράματα της λυχνίας κενού που ξεπερνούν κατά πολύ αυτά των σωλήνων geiger-muller που είναι γεμάτοι με αέριο. Συνεπάγεται λογικά ότι το οργονοενεργειακό επίπεδο θα πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσο με μέγεθος με τις δευτερογενείς ενέργειες που απορρέουν από αυτό. Στην πραγματικότητα εφ' όσον η οργόνη κινείται σύμφωνα με το οργονομικό δυναμικό, το μέγιστο ενεργειακό επίπεδο θα πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερο. Η φύση προφανώς λειτουργεί σε μεγαλύτερο ενεργειακό επίπεδο απ' αυτό που προβλέπεται από τους μηχανιστές θεωρητικούς.

Οι σπειροειδείς γαλαξίες

Οι μηχανιστικές θεωρίες σχετικά με την ανάπτυξη των σπειροειδών γαλαξιών είναι διδακτικές καθώς καταδεικνύουν δύο βασικές δυσκολίες που αντιμετωπίζονται με μηχανικές ερμηνείες : δηλαδή με το να εξηγούν τη συγκέντρωση μάζας / ενέργειας και τη δομή. Ένα πρόσφατο άρθρο (23) θέτει αυτές τις ερωτήσεις ως εξής : «Γιατί η ύλη έχει την τάση να συσσωρεύεται σε σωρούς αυτού του ειδικού μεγέθους; Γιατί οι σπειροειδείς γαλαξίες περιστρέφονται σαν γιγάντιες ρόδες πυροτεχνημάτων;»

Συνοπτικά, οι γαλαξίες θεωρείται ότι έχουν τη δική τους βασική καταγωγή στα πρώτα λεπτά της μεγάλης έκρηξης που άφησε στατιστικές διαφοροποιήσεις στη μέση πυκνότητα της ύλης, δηλαδή μια πρωταρχική «διόγκωση». Ωστόσο, «... αυτός ο τύπος στατιστικής διακύμανσης αποτυγχάνει από πολλές διατάξεις μεγέθους να εξηγήσει την παρατηρούμενη δομή του Σύμπαντος» (23). Αυτό το πρόβλημα ασχολείται με το να καταδείξει ότι η πίεση της ακτινοβολίας στην πύρινη σφαίρα μπορούσε να δημιουργήσει διαταραχές, όπως διακυμάνσεις, κύματα πίεσης ή στροβιλισμού και ότι θα ευνοούσε την ομοιογένεια ενός συγκεκριμένου μεγέθους (23). Το σπειροειδές σχήμα ερμηνεύεται με παρόμοιους μηχανισμούς. Δύο μεγάλες θεωρίες είναι δημοφιλείς : Οι σπείρες είναι αποτέλεσμα : 1) ενός «πυκνού κύματος» που επεκτείνεται γύρω από τον γαλαξία ή 2) μιας αλυσίδας αυτοεξαπλωνόμενων σουπερνόβα σε ένα γαλαξία που περιστρέφεται διαφορετικά (24).

Προφανώς τα διάφορα προβλήματα ανάπτυξης των σπειροειδών γαλαξιών τα χειρίζονται σημείο προς σημείο με μια περιορισμένη οπτική ενώ κάθε πλευρά απαιτεί και έναν διαφορετικό μηχανισμό. Ο Ράιχ αναγνώρισε και περιέγραψε ξεκάθαρα τον σπειροειδή σχηματισμό σαν συνέπεια της υπέρθεσης των δύο ενεργειακών ρευμάτων στο διάστημα (4). Αυτή η διαδικασία εξήγησε αμέσως την παρατηρούμενη δομή, την κυκλική κίνηση και τη συσσώρευση μάζας, ως επακόλουθα των ελευθέρων από μάζα δυναμικών. Επιπλέον μπορούμε να βγάλουμε ξεκάθαρα και λογικά συμπεράσματα για τη φυσική εξέλιξη των διαφόρων γαλακτικών μορφών (που επίσης είναι σε εκκρεμότητα με τη μηχανιστική προσέγγιση). Τα ανοιχτά σπειροειδή σχήματα θα κλείσουν, τα σκέλη θα «τυλιχτούν» γύρω από τον πυρήνα με ανάπτυξη προς την κλειστή ελλειπτοειδή μορφή χωρίς σκέλη.

Ο σχηματισμός των αστέρων του Ήλιου και του ηλιακού συστήματος

Ο μηχανισμός των αστρικών σχηματισμών έχει παραμείνει ένα δύσκολο πρόβλημα για τους θεωρητικούς αστρονόμους παρόλο που η βασική διαδικασία ακολουθεί μια απλή εξέλιξη. Ένα σύννεφο αερίων (στα σκέλη του γαλαξία) συστέλλεται αυξανόμενο σε πυκνότητα και θερμότητα και σταδιακά γίνεται αρκετά θερμό για να αρχίσει θερμοπυρηνικές αντιδράσεις. Ωστόσο, θεωρητικοί υπολογισμοί δείχνουν ότι ένα διάχυτο μεμονωμένο σύννεφο μάζας περίπου σαν τον Ήλιο δεν μπορεί να συσταλθεί με την επίδραση της ίδιας του της βαρύτητας (εξαιτίας της εσωτερικής πίεσης των αερίων) (25). Αυτό τονίζει ένα μακροχρόνιο πρόβλημα : την ανάγκη ενός αρχικού γεγονότος για να προκληθεί επαρκής αύξηση στην πυκνότητα έτσι ώστε το αέριο μπορεί να συσταλθεί κάτω από τη βαρύτητά του. Κατά συνέπεια η προσοχή στράφηκε στα γεγονότα που προκαλούν ξαφνική διακύμανση στην πίεση όπως είναι η έκρηξη ενός σουπερνόβα (υπέρ-νέου αστέρα) με το σχηματισμό ενός κύματος που έχει ως αποτέλεσμα τη συμπίεση του αερίου24. Σύμφωνα μ' αυτή τη θεωρία ο σχηματισμός του άστρου εξαρτάται από την εμφάνιση ενός βίαιου σπάνιου γεγονότος.

Παρόμοιες δυσκολίες παρουσιάστηκαν στην προσπάθεια να εξηγηθεί ο σχηματισμός του ηλιακού συστήματος. Με τον καιρό δύο θεωρίες έγιναν δημοφιλείς (26). Στις δυαδικές θεωρίες, μια μεγάλη μάζα (όπως ένας κομήτης) περνά κοντά από τον Ήλιο, αφαιρώντας μεγάλες ποσότητες υλικού το οποίο συμπυκνώνεται σε πλανήτες. Ωστόσο τα δυαδικά σενάρια έχουν εγκαταλειφθεί κατά πολύ με τη συνειδητοποίηση ότι τα υλικά που έχουν αφαιρεθεί θα έπρεπε να ξαναγύριζαν στον Ήλιο ή να διασκορπίζονταν στο διάστημα. H παλαιότερη υπόθεση για τα νεφελώματα αναφέρεται σ' ένα περιστρεφόμενο δίσκο από αέρια και σκόνες ο οποίος συμπυκνώνεται δημιουργώντας πλανητικά δακτυλίδια και συστέλλεται σ' ένα κεντρικό ηλιακό σώμα. Ένα συνεχές πρόβλημα με τις θεωρίες των νεφελωμάτων είναι η γωνιακή ορμή, η οποία θεωρητικά θα έπρεπε να υπήρχε κυρίως στο κεντρικό σώμα. Στην πραγματικότητα οι περιστρεφόμενοι πλανήτες διατηρούν το 98% της γωνιακής ορμής, στο ηλιακό σύστημα. Ωστόσο η υπόθεση των νεφελωμάτων είναι δημοφιλής. «..... Κάποια παραλλαγή της είναι αποδεκτή από τους περισσότερους αστρονόμους σήμερα» (26).

Τελευταία εμφανίστηκαν και άλλα προβλήματα σε σχέση με την πηγή παραγωγής της ηλιακής ενέργειας η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρούνταν ότι ήταν καλά κατανοητή από την εποχή της ανακάλυψης των θερμοπυρηνικών αντιδράσεων. Τελευταίες μετρήσεις της ηλιακής εκπομπής των νετρίνων (προβλεπόμενες από τις θερμοπυρηνικές αντιδράσεις) έχουν δείξει ανεπαρκή ροή νετρίνων. Στην πραγματικότητα λιγότερη από το δέκατο της προβλεπόμενης, βάζοντας τη θεωρία σε συζητήσεις και αμφιβολίες (15). Επιπλέον άλλοι έχουν κριτικάρει τη θερμοπυρηνική θεωρία σε διαφορετική βάση όπως είναι η παρακάτω άποψη του Ralph Jeurgens (27: p 145) : Η μοντέρνα αστροφυσική θεωρία που αποδίδει την ηλιακή ενέργεια σε θερμοπυρηνικές αντιδράσεις βαθιά στο εσωτερικό του Ήλιου έρχεται σε αντίθεση με σχεδόν κάθε μία παρατηρούμενη πλευρά του Ήλιου. Είναι καταπληκτικό το ότι κατά τη διάρκεια μισού αιώνα μελετών του Ήλιου σε σχέση με τη θερμοπυρηνική θεωρία, πολύ λίγοι επαγγελματίες αστροφυσικοί έχουν εκφράσει την παραμικρή δυσφορία για τις ασυμφωνίες ανάμεσα στη θεωρία και την παρατήρηση ή ακόμα και για το γεγονός ότι μια ειδική θεωρία έπρεπε να σχεδιασθεί για να ερμηνεύσει πρακτικά κάθε ατομικό γνώρισμα της ηλιακής ατμόσφαιρας.

Ο Jeurgens συνεχίζει αναφέροντας διάφορα ηλιακά γνωρίσματα τα οποία τεκμηριώνουν την κριτική του. Τα παραθέτουμε σύντομα παρακάτω:

  1. Ο φουσκωμένος φάκελος του Ήλιου.
  2. Η κοκκώδης δομή της φωτόσφαιρας και η αδιαφάνειά της.
  3. Η διαφορά θερμοκρασίας από το εσωτερικό στο στέμμα.
  4. Η καταγωγή του ηλιακού ανέμου.
  5. Η σταθερότητα του ηλιακού ανέμου.
  6. Η προέλευση των κοσμικών ακτινών.

Σ' αυτό τον κατάλογο θα πρέπει να προστεθούν τα ηλιακά νετρίνια που λείπουν. Ο Jeurgens προχωρεί σε ένα τελείως διαφορετικό μηχανισμό παραγωγής της ηλιακής ενέργειας που περιέχει ηλιακές εκφορτίσεις στις οποίες ο Ήλιος θεωρείται σαν ένα τεράστιο ηλεκτρόδιο το οποίο φορτίζεται από το διάστημα. Παρόλο που αυτή η θεωρία βασίζεται σε δευτερογενή ενέργεια (φορτισμένα σωματίδια) έρχεται πιο κοντά σε μια οργονομική προσέγγιση γιατί περιέχει έναν ηλεκτροστατικό μηχανισμό και τοποθετεί την πηγή της ηλιακής ενέργειας έξω από τον Ήλιο.

Μια οργονομική προσέγγιση στο σχηματισμό των αστρικών και ηλιακών συστημάτων είναι σχετικά απλή. Αρχίζουμε με την αναγνώριση ότι οι εν ενεργεία παρούσες δυναμικές είναι μια σημαντική ένδειξη της ίδιας της διαδικασίας διάπλασης, δηλαδή ότι είναι ακόμα εν δράσει οι ενεργητικές διαδικασίες που ξεκίνησαν τη λειτουργία του συστήματος. Σημαντικές παρατηρήσεις περιλαμβάνουν τα παρακάτω : 1) Ένας στρόβιλος από ενέργεια που γυρίζει γύρω από, και περιβάλλει τον Ήλιο, όπως έχει εξηγηθεί με τη μορφή του στροβιλιστικού κύματος (3) και υποδηλώθηκε από το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των πλανητών και των φεγγαριών (και του ίδιου του Ήλιου) περιφέρονται και περιστρέφονται προς την ίδια κατεύθυνση. 2) Άμεσα και έμμεσα στοιχεία για μεγάλη ηλεκτροστατική φόρτιση του Ήλιου καθώς και της Γης (όπως τεκμηριώθηκε πριν πολλά χρόνια από τον Sanford) (28) και 3) Ενεργή διαδικασία στον Ήλιο που δείχνει οργονοτικό παλμό (29) και τη σπουδαιότητα ηλεκτρικής φόρτισης στις ηλιακές δυναμικές (27) όπως είναι ο ηλιακός άνεμος. Τα ηλεκτροστατικά αποτελέσματα είναι δευτερογενείς ενδείξεις της υψηλής οργονοτικής φόρτισης. Τώρα γίνεται αποδεκτό ότι το φαινόμενο του «ηλιακού ανέμου» είναι ένα συνηθισμένο γνώρισμα των αστρικών δυναμικών (30). Αυτό το γεγονός (το οποίο αναφέρεται μόνο σαν ένα σύντομο γενικό διάγραμμα και όχι περιεκτικά) δείχνει ότι ο Ήλιος είναι ένα υψηλά φορτισμένο σώμα που περιβάλλεται από ένα περιστρεφόμενο στρόβιλο πρωτογενών και δευτερογενών ενεργειών.

Ο Ήλιος δημιουργήθηκε μέσα στα όρια ενός εκ των σκελών του γαλαξία, δηλαδή σε μια περιοχή πλούσια όχι μόνο σε ύλη αλλά επίσης και σε ενέργεια (μια και το σκέλος αντιπροσωπεύει συμπυκνωμένη ροή ενέργειας). Σ' αυτό το πλούσιο ενεργειακό ρεύμα υπάρχουν χωρίς αμφιβολία ευκαιρίες για υπερθέσεις μικρότερης κλίμακας (συγκρινόμενες με τις κλίμακες του γαλαξία).

Αυτό έχει αποτέλεσμα ένα περιστρεφόμενο στρόβιλο ενέργειας που ρέει – προς τα μέσα, προς το κέντρο, σύμφωνα με το οργονομικό δυναμικό, γεγονός που είναι κοινό και στ' άλλα φυσικά συστήματα υπέρθεσης (όπως είναι οι τυφώνες). Η μάζα και η ενέργεια έλκονται αναγκαστικά προς το κέντρο του συστήματος για κάποιο χρονικό διάστημα, δημιουργώντας τελικά τον Ήλιο και διατηρώντας την ενεργειακή του πηγή (σημειώστε πώς μια παρόμοια διαδικασία μπορεί ήδη να έχει αρχίσει στο Δία ο οποίος αντανακλά περισσότερη θερμότητα απ' όση προσλαμβάνει από τον Ήλιο) (31).

Εν τω μεταξύ ο στρόβιλος περιστρέφει τους πλανήτες γύρω από τον Ήλιο. Η γωνιακή ορμή είναι αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης ενεργειακής κίνησης και δεν είναι υπόλειμμα ενός ιστορικού γεγονότος.

Τελικά, καμιά απ' αυτές τις διαδικασίες δεν έρχεται σ' αντίθεση με τη δυνατότητα ότι θερμοπυρηνικές αντιδράσεις συμβαίνουν μέσα στον Ήλιο σε κάποιο στάδιο της ύπαρξής του (ωστόσο σε μικρότερη κλίμακα από αυτές που συνήθως «υπολογίζονται»).

Ο σχηματισμός τον ηλιακού συστήματος περιλαμβάνει την καταγωγή των πλανητών και των φεγγαριών καθώς και των κομητών και την τακτοποίησή τους σε σταθερές τροχιές (για τους περισσότερους) γύρω από τον Ήλιο. Οι μηχανιστικές θεωρίες προσπάθησαν να αποδώσουν την καταγωγή των πλανητών και του Ήλιου από τον ίδιο μηχανισμό και στον ίδιο χρόνο. Αυτό απέδωσε το δημιουργό γεγονός στο απώτερο παρελθόν, τους πλανήτες να «παραπλέουν» στις τροχιές τους και τον Ήλιο να εξαντλείται αργά δίνοντας τα πυρηνικά του καύσιμα. Μια τέτοια προσέγγιση είναι αυθαίρετη και πολύ περιοριστική και δεν τεκμηριώνεται από τις παρακάτω πραγματικές παρατηρήσεις.

  1. Τα καλά τεκμηριωμένα ευρήματα (και οι προβλέψεις) του Velikovskγ περιγράφονν λεπτομερώς την εμφάνιση ενός τελείως νέου πλανήτη, την Αφροδίτη, μέσα στην ανθρώπινη μνήμη, και μεγάλες αλλαγές στις τροχιές άλλων πλανητών στο ηλιακό σύστημα. Εάν είναι σωστός ο Velikovsky δεν είναι έγκυρη η θεωρία των περιστρεφόμενων σωματιδίων του Weissanber όπως δεν είναι, και όλες οι θεωρίες που προσπαθούν να αποδώσουν την καταγωγή των πλανητών σε μια και μόνη διαδικασία.
  2. Η δυναμική της τροχιάς του Πλούτωνα δείχνει ότι είναι ένα φεγγάρι που ξέφυγε από τον Ποσειδώνα. Δηλαδή μια πλανητική τροχιά δημιουργήθηκε πολύ μετά από τη δημιουργία του υπόλοιπου συστήματος.
  3. Η μεγάλη ποικιλία σύνθεσης των πλανητών από τους μικρούς πυκνούς πλούσιους σε σίδηρο εσωτερικούς πλανήτες στους μεγάλους λιγότερο πυκνούς εξωτερικούς πλανήτες.
  4. Ο πολύ μεγάλος αριθμός των κομητών που περιστρέφονται σε σημαντικά επιμηκυνόμενες ελλειπτικές τροχιές.

Αυτά τα ευρήματα προτείνουν την καταγωγή των πλανητών με διαφορετικούς μηχανισμούς και σε διαφορετικούς χρόνους. Μερικοί, όπως ο Δίας (ο οποίος ακτινοβολεί δυο φορές περισσότερη θερμότητα απ' αυτή που προσλαμβάνει από τον Ήλιο), μπορεί να είναι πολύ ενεργά κέντρα συσσώρευσης ενέργειας ίσως ακόμη και νέα άστρα. Άλλοι, ειδικά τα πιο πυκνά σώματα, φαίνονται συγκριτικά σχετικά «νεκρά» συστήματα, υπολείμματα άλλων δημιουργικών διαδικασιών που αργότερα παρασύρθηκαν από το στρόβιλο της ηλιακής ενέργειας καθώς το σύστημα κινούνταν στο διάστημα. Αυτά τα τελευταία σώματα ίσως να είναι τα υπολείμματα σβησμένων άστρων. Αυτή η ιδέα υποστηρίζεται από τη μεγάλη περιεκτικότητα σε σίδηρο (ο οποίος περιέχει τον πιο σταθερά δεμένο πυρήνα). Τέλος είναι πιο πιθανό ότι το ηλιακό σύστημα δεν δημιουργήθηκε ολόκληρο από μια μοναδική διαδικασία αλλά μεγάλωσε και εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου και με μεγάλες εναλλαγές στο πείραμα του χρόνου.

Περίληψη

Παρουσιάστηκε μια ανασκόπηση διαφόρων οργονοενεργειακών λειτουργιών και συγκρίθηκαν με δευτερογενή ενεργειακά χαρακτηριστικά.

Οι κοσμικές ενεργειακές λειτουργίες εφαρμόστηκαν σε διάφορες μοντέρνες κοσμολογικές θεωρίες και σε παρατηρημένα αστρονομικά φαινόμενα καταδεικνύοντας τη σημαντικότατη απλοποίηση της οργονομικής οπτικής για το Σύμπαν.

Μια ειδικά αποκαλυπτική διαφορά είναι o τρόπος με τον οποίο οι μηχανιστικές και λειτουργικές προσεγγίσεις χειρίζονται τη διαδικασία της δημιουργίας. Στην πραγματικότητα οι μηχανιστικές θεωρίες μπορούν μόλις και μετά βίας να θεωρηθούν ότι μπορούν να περιγράψουν μια διαδικασία δημιουργίας με τη συνηθισμένη έννοια του όρου καθώς εξαρτώνται από σπάνια βίαια γεγονότα και στατιστικές διακυμάνσεις.

Οι δυσκολίες που περιέχονται στις μοντέρνες θεωρίες που ερμηνεύουν τη συγκέντρωση της ενέργειας και την παρατηρούμενη δομή θυμίζουν ξανά τη δήλωση του Ράιχ ότι το οργονοτικό δυναμικό δεν έρχεται σε αντίθεση με το μηχανικό δυναμικό αλλά αντίθετα εξηγεί πώς μπορεί να υπάρχει μια αύξηση της ενέργειας. Είναι ολοφάνερο ότι έως ότου γίνει αποδεκτή αυτή η λειτουργία, οι κοσμολογικές θεωρίες θα συνεχίζουν να μοχθούν με τεχνητά, υπερβολικά περίπλοκα σενάρια με βίαιες εκρήξεις, κύματα σοκ, σπάνιες διακυμάνσεις και συμπυκνωμένα νέφη αερίων.

Βιβλιογραφία

  1. Slater, J.C. and Frank, Ν.Η.: Mechanics. New York: McGraw-Hill 1947.
  2. Reich, W.: Contact with Space: Oranur, Second Report, 1951-1956. Orop Desert Εa, 1945-1955. New York: Core Pilot Press, 1957.
  3. Baker, C.F.: "The Spinning Wave Ι", Journal of Orgonomy, 13:55-80, May 1979.
  4. Reich, W.: Cosmic Superimposition. Rangeley, Me.: The Wilhelm Reich Foundation, 1951.
  5. Reich, W.: The discovery of Orgone, Vol 11: The Cancer Biopathy. New York: Orgone Institute Press, 1948.
  6. Reich, W.: CORE Orop Desert, Vol VI, Nos 1-4, July 1954.
  7. Personal communication from Lois Wyvell.
  8. Reich, W.: "The Οranur Experiment, First Report (1947-1951)", Orgone Energy Bulletin, 3:185-344, October 1951.
  9. Reich, W.: Ether, God and Devil. New York: Orgone Institute Press, 1949.
  10. Asimov, Ι.: The Universe. New York: Avon Books, 1966.
  11. Giaconi, R.: "The Einstein Χ-Ray Observatory", Scientific American, Vol 242, Νο 2, February 1980.
  12. Gorenstein, Ρ. and Tucker, W.: "Rich Clusters of Galaxies", Scientific American, Vol 239, Νο 5, November 1978.
  13. Sullivan, W.: Black Holes, New York: ANchor Press/Doubleday, 1979.
  14. Muller, R.A.: "The Cosmic Background Radiation and the New Aether Drift", Scientific American, Vol. 238, Νο 5, May 1918.
  15. Parker, Ε.Ν.: "The Sun", Scientific American, Vol 233, Νο 3, September 1975.
  16. Gribbin, J.: White Holes, New Υοrk: Delacorte Press/Εleanor Friede, 1977.
  17. Hawking, S.W.: "The Quantum Mechanics of Black Holes" in Cosmology + l. San Francisco: W.H. Freeman and Company, 1917.
  18. New York Times, October 16, 1979.
  19. Panofsky, W.H and Phillips, Μ.: Classical Electricity and Magnetism. Reading, Μa.: Addison-Wesley, 1962.
  20. Sciama, D.W.: The Physical Foundations of General Relativity. New Υοrk : Doubleday & Co., Inc. 1969
  21. Dicke, R.H.: Gravitation and the Universe. Philadelphia: American Philosophical Society, 1970.
  22. Rosenblum, C.F.: "The Red Shift", Journal of Orgonomy, 4:183-191, November 1970.
  23. Rees, M.J. and Silk, J.: "The Origin of Galaxies" in Cosmology + l. San Fransisco: W.H. Freeman and Company, 1977.
  24. Herbst, W. and Assousa, G.E.: "Supernovas and Star Formation", Scientific American, Vol. 241, Νο 2, August 1979.
  25. Schramm, D.N. and Clayton, R.N.: "Did a Supernova Trigger the Formation of the Solar System?", Scientific American, Vol. 239, Νο 4, October 1978.
  26. Cameron, A.G.W.: "The Origin and Evolution of the Solar System", Scientific American, Vol. 233, Νο 3, September 1915.
  27. Jeurgens, R.: "Plasma in Interplanetary Space: Reconciling Celestial Mechanies and Velikovskian Catastrophism", in Velikovsky Reconsidered. New York: Doubleday and Company, 1976.
  28. Sanford, F.: Terrestrial Electricity. Stanford, Ca.: Stanford University Press, 1931.
  29. Konia, C.: "For the Record: Α Review of Recent Solar Findings", Journal of Orgonomy, 13:285-304, November 1979.
  30. Weymann, R.J.: "Stellar Winds", Scientific American, Vol. 239, Νο 2, August 1918.
  31. Wolfe, J.H.: "Jupiter", Scientific American, Vol. 233, Νο 3, September 1975.

Πηγή : Το Περιοδικό της Οργονομίας, τεύχος 3, σελίδες 41-61.

Κατεβάστε το παραπάνω άρθρο σε μορφή pdf :
pdfTo_Orgonoenergeiako_synexes.pdf993.34 KB.