Χαρακτήρας και Κοινωνία

Χαρακτήρας και Κοινωνία

του Βίλχελμ Ράιχ

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ανθρώπινη ελευθερία είναι η λαθεμένη αντίληψη της ελευθερίας, που παράγεται από μία ανθρώπινη δομή σκλαβωμένη εσωτερικά και εξωτερικά.

Βίλχελμ Ράιχ
(Η Εργασιοδημοκρατία στην πράξη)

Σημείωμα του εκδότη: Όπως έχει αποκαλύψει ο Ράιχ η κάθε γενιά κληρονομεί στην επόμενη ένα θανάσιμο δώρο. Την ακαμψία του χαρακτήρα και του σώματος, δηλαδή τη θωράκιση. Έτσι, παρά την τεράστια τεχνολογική πρόοδο οι άνθρωποι παραμένουν, συγκινησιακά, στην εποχή της βαρβαρότητας. Πριν ακόμα ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος που πυροδότησε ένα βαρύτατα διαταραγμένο άτομο, και οι γερμανικές μάζες το ακολούθησαν σαν θεόσταλτο μεσσία, ο Ράιχ έλεγε τα εξής, εννοώντας τον Χίτλερ και το γερμανικό λαό: «Τεράστιες μάζες ανθρώπων ανταποκρίνονται στην ιδεολογία του "να πεθαίνει κανείς για την πατρίδα" με τέτοια πεισματικότητα, ακόμα κι αυτοθυσία. Πρέπει να αναρωτηθούμε, πώς είναι δυνατό, μια απαίτηση τόσο αρνητική για τη ζωή να γίνεται αποδεκτή χωρίς διαμαρτυρίες. Το πρόβλημα δεν είναι ότι υπάρχει αυτή η απαίτηση. Το πρόβλημα βρίσκεται στην ερώτηση: γιατί τόσα εκατομμύρια ατόμων κάνουν πράξη αυτή την απαίτηση και πεθαίνουν για μια χώρα που η κτηνωδία της και το αρνητικό για τη ζωή πρόγραμμα των κυβερνώντων της είναι τόσο προφανή;» Αν στη θέση του Χίτλερ βάλετε τον Σαντάμ Χουσεΐν και όποιον παρόμοιο, δεν αλλάζει τίποτα. Από τότε έχει περάσει μισός αιώνας και οι άνθρωποι εξακολουθούν να συμπεριφέρονται ίδια κι απαράλλαχτα. Παρακολουθώντας συστηματικά, την εποχή του πολέμου στον Περσικό, τον ελληνικό και ξένο Τύπο, δεν είδα ούτε ένα γραπτό, που να εξηγεί σαφώς, γιατί οι άνθρωποι κάνουν πόλεμο αντί να υπηρετούν τις αρχές της ζωής. Το άρθρο που ακολουθεί, διατυπωμένο πριν 60 περίπου χρόνια, έχει μια τεράστια ερμηνευτική δύναμη και παράλληλα ασύγκριτη διαχρονική αξία.

Για να κάνω πιο ξεκάθαρο το κύριο θέμα μου, πρέπει να ξεκινήσω με σύντομη ιστορική αναδρομή της θέσης της ψυχολογίας στην επιστήμη, καθώς αυτή δημιουργήθηκε ύστερα από εξαιρετικά πολύπλοκες εξελίξεις στον επιστημονικό χώρο, ενάντια σε μια προϋπάρχουσα ατμόσφαιρα μυστικισμού.

Η ανάδυση της εποχής της μηχανής οδήγησε στην ανάπτυξη του μηχανιστικού υλισμού, που επηρέασε αποφασιστικά την ανθρώπινη σκέψη.

Κι ενώ οι φυσικές επιστήμες οδήγησαν σε τεράστιες ανακαλύψεις, η εφαρμογή τους στο πρόβλημα της ψυχολογίας και της φιλοσοφίας, οδήγησε στην πλήρη άρνηση της ύπαρξης της ψυχής.

Σε αυτού του είδους το μηχανιστικό υλισμό ξεπήδησε ως αντίδραση μια μεταφυσική ιδεολογία, που θεωρούσε το σώμα εξαρτημένο από το πνεύμα λες και ήταν κάτι το υπερφυσικό. Παράλληλα βλέπουμε μέχρι σήμερα, να υπάρχουν διάφορες ψυχολογικές σχολές, που ασχολούνται με τα προβλήματα της ψυχικής ζωής, χωρίς να τα συνδέουν καθόλου με την υλική τους βάση.

Η πρώτη βάση της επιστημονικής ψυχολογίας μπήκε από τον Φρόιντ, καθώς εισήγαγε στην ψυχολογία την αιτιακή σκέψη και τη γενετική. Εκείνο τον καιρό ήταν ασυνήθιστες ερωτήσεις όπως: «γιατί συμβαίνει κάτι με τη μια ή με την άλλη μορφή στην ψυχική ζωή;» ή «πώς αναπτύχθηκε αυτό;» ενώ σήμερα είναι κάτι αυτονόητο στην ψυχολογική σκέψη.

Η προσπάθεια να κατανοήσουμε την ανθρώπινη δραστηριότητα από την ανάπτυξη του ατόμου, σήμαινε επίσης την εφαρμογή - αν και ασυνείδητα - της λειτουργικής μεθόδου στην ψυχολογία. Η εισαγωγή της έννοιας της «ψυχικής ενέργειας» ήταν επαναστατική. Όμως ο Φρόιντ, δεν κατάφερε να κάνει αυτή την έννοια τίποτε περισσότερο από μια απλή παρομοίωση.

Όλες οι ψυχολογικές σχολές σταματούν απέναντι σε δυο διαχωριστικές γραμμές. Η μια γραμμή, είναι απέναντι στη βιολογία και δεν είναι χαραγμένη ευδιάκριτα, γι' αυτό το πρόβλημα πώς αναπτύσσεται η ψυχική λειτουργικότητα από τη βιολογική, ήταν πάντα παρόν στην ψυχαναλυτική δουλειά. Ο Φρόιντ, μεταξύ ψυχολογίας και κοινωνιολογίας φρόντισε να βάλει σαφή όρια. Όμως δυστυχώς, υπάρχει η αίσθηση ότι όλοι φοβούνται κι εμποδίζουν με κάθε τρόπο την ένωση των δύο επιστημών.

Μερικές δεκαετίες πριν το ξεκίνημα της επιστημονικής ψυχολογίας, ο Μαρξ έθεσε τα θεμέλια της επιστημονικής κοινωνιολογίας. Αντιλήφθηκε την εξάρτηση της ανθρώπινης δραστηριότητας και της κοινωνικής ιδεολογίας από τις κοινωνικές και οικονομικές διεργασίες. Ο Φρόιντ πρόσθεσε σε αυτές μια ακόμα εξάρτηση: την εξάρτηση από τις ασυνείδητες ορμές.

Στα τελευταία είκοσι χρόνια, η φαινομενική ασυμβατότητα αυτών των δύο απόψεων έχει αποδειχθεί επανειλημμένα. Από τη μια μεριά, η ανθρώπινη ύπαρξη φαινόταν να καθορίζεται από οικονομικούς και κοινωνιολογικούς παράγοντες, και από την άλλη, από βιολογικές ορμές. Το πρόβλημα έγινε ακόμα πιο δύσκολο έπειτα από μια ειδική εξέλιξη στην ψυχαναλυτική ψυχολογία: την αυξανόμενη τάση να «ψυχολογικοποιεί» την κοινωνιολογία, καθώς και τη βιολογία. Δηλαδή να προσπαθεί να κατανοήσει την κοινωνιολογία και τη βιολογία, με τη βοήθεια εννοιών που μπορεί να ισχύουν μόνο στη σφαίρα της ψυχικής λειτουργικότητας.

Βέβαια, καθώς το σημείο απ' όπου ξεκίνησε ο Φρόιντ ήταν η σύγκρουση ανάμεσα στο εγώ και τον εξωτερικό κόσμο, αργότερα θα ήταν δύσκολο να αναγνωρίσουμε ότι ο συγκεκριμένος παράγοντας του εξωτερικού κόσμου ήταν η αυταρχική κοινωνία. Αλλά έγινε σύντομα ξεκάθαρο ότι η σωστή αυτή αναγνώριση καλύφθηκε κι εκμηδενίστηκε από μια βιολογίστικη έννοια της απόλυτης κι αιώνιας φύσης της οικογένειας και του ασυνείδητου.

Από την άλλη μεριά, η έλλειψη ψυχολογικής σκέψης στο μαρξισμό οδήγησε στον οικονομισμό, μια ιδεολογία που χαρακτηρίζεται από πλήρη έλλειψη κατανόησης των ψυχολογικών γεγονότων και διεργασιών και αυτό υπήρξε ένας από τους κύριους παράγοντες της νίκης της πολιτικής αντίδρασης στη Γερμανία. Ταυτόχρονα, η φροϋδική ψυχολογία, έδειξε από τη μεριά της έλλειψη συνεπούς κοινωνιολογικής σκέψης κι εξακολούθησε να αγνοεί την εξάρτηση όλων των ψυχικών διαδικασιών από τις κοινωνικές. Αυτή η έλλειψη ψυχολογικής σκέψης από τη μια μεριά, και κοινωνιολογικής από την άλλη, ήταν ένα σοβαρό εμπόδιο στην ανάπτυξη της μαρξιστικής κοινωνιολογίας, όπως και της ψυχανάλυσης.

Η απόρριψη της λανθασμένης θεωρητικής ανάπτυξης της ψυχανάλυσης και του οικονομισμού οδήγησε στη σεξοικονομία και στην πολιτική ψυχολογία. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι ότι έχουν εγκαταλείψει το σεβασμό στις δύο διαχωριστικές γραμμές που αναφέραμε παραπάνω. Σ' αυτή την ψυχολογία, οι ορμές και το ασυνείδητο δεν είναι πια κάτι το υπερφυσικό, ούτε Βρίσκονται στη ρίζα όλων των πραγμάτων, αλλά μπορούν να κατανοηθούν από δύο πλευρές, τη βιολογική και την κοινωνιολογική. Μόνο αν αναγνωρίσουμε αυτή τη διπλή εξάρτηση είναι δυνατό να κατανοήσουμε τους νόμους της ψυχικής λειτουργικότητας, τόσο αυτούς που έχουν ήδη Βρεθεί, όσο κι εκείνους που θ' ανακαλυφθούν.

Αυτό δημιουργεί δύο ερωτήματα: Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στο ψυχικό και στο σωματικό; Χωρίς απάντηση, σε αυτό το ουσιαστικά άλυτο ερώτημα, με όρους της φυσικής επιστήμης, η δυναμική της ψυχικής ζωής και ιδιαίτερα της συγκινησιακής, δεν μπορεί να γίνει αρκετά κατανοητή ώστε ν' αναπτυχθεί μια βάση για πρακτικές προσπάθειες. Όμως, δε θ' ασχοληθώ εδώ με το ερώτημα αυτό.

Δεύτερο: Ποια είναι η σύνδεση ανάμεσα στην ψυχική και την κοινωνική δομή; Εδώ θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω μερικές από αυτές τις σχέσεις.

Η αρχή της αιτιότητας στη γενετική θεωρία του Φρόιντ μας έδωσε τη δυνατότητα να καταλάβουμε τους λόγους της ατομικής ανάπτυξης, που κάνουν ένα άτομο να γίνει όπως έγινε κι όχι διαφορετικό. Όμως, αυτή η καθαρά γενετική και καθαρά ατομική γνώση δεν επαρκεί για να αλλάξουμε μια πραγματική κατάσταση. Μπορώ για παράδειγμα, να βρω ακριβώς ποιες ιστορικές συνθήκες οδήγησαν στην ανάπτυξη του φασισμού. Αλλά όσες από αυτές τις ιστορικές συνθήκες κι αν συγκεντρώσω δε μου δείχνουν πώς μπορεί να ξεπεραστεί ο φασισμός.

Το ίδιο συμβαίνει και στην ψυχική ζωή. Αν ένα άτομο δίνει την εντύπωση του δαρμένου και βρω γενετικά πως αυτό προέρχεται από το γεγονός, ότι στην πρώιμη παιδική του ηλικία το ξυλοκοπούσαν και το καταπίεζαν σκληρά, θα είμαι σε θέση να κατανοήσω κάθε ένα χαρακτηριστικό αυτής της στάσης του ξυλοδαρμένου. Αλλά αυτό δεν δείχνει, πώς αυτό το άτομο θα μπορούσε, να ξεπεράσει ίσως, αυτή τη στάση. Από τη στιγμή που βρίσκουμε ότι οι άνθρωποι αντιδρούν μ' ένα νηπιακό τρόπο γιατί έχουν μείνει καθηλωμένοι σ' ορισμένα στάδια ανάπτυξης, πρέπει να ρωτήσουμε παραπέρα: Τι είναι αυτό που τους κάνει να διατηρούν αυτή τη νηπιακή στάση σήμερα, αφού οι συνθήκες έχουν αλλάξει;

Η φροϋδική έννοια της καθήλωσης στο νηπιακό στάδιο δεν απαντά σε αυτό το ερώτημα, γιατί η καθήλωση δεν είναι τίποτ' άλλο παρά μια περιγραφή του γεγονότος ότι αυτοί οι άνθρωποι παραμένουν νήπια. Ούτε η απάντηση ότι η απώθηση είναι αυτή που διατηρεί την καθήλωση, είναι ικανοποιητική, γιατί μπαίνει το ερώτημα: τι δίνει στην απώθηση τη δύναμη και την ανθεκτικότητά της; Η απάντηση είναι πολύ απλή. Οι ίδιοι οι παράγοντες που στη νηπιακή ηλικία δημιούργησαν την απώθηση και την καθήλωση στο νηπιακό επίπεδο, συνεχίζουν τη δράση τους σ' όλη τη ζωή, με την ίδια ακριβώς κατεύθυνση που είχε η πρώιμη αναστολή της ανάπτυξης. Δεν πρόκειται για μια ψυχική κατάσταση που κάποτε δημιουργήθηκε και συνέχισε να υπάρχει από μόνη της, χωρίς καμιά εξωτερική επιρροή. Πρόκειται για μια ανασταλτική επιρροή που ασκείται συνεχώς από την κοινωνία. Η καθήλωση σ' ένα νηπιακό επίπεδο σεξουαλικής ικανοποίησης μπορεί να διατηρείται μόνο για το λόγο ότι η κοινωνία εξακολουθεί να εμποδίζει την επίτευξη της πραγματικής σεξουαλικής ικανοποίησης. Με αυτό, φτάνουμε αμέσως στο πρόβλημα της κοινωνικής δομής.

Δημιουργείται το ερώτημα: Τι συμφέρον έχει η κοινωνία να κρατά τους ανθρώπους σ' ένα νηπιακό επίπεδο με το να τους αρνιέται τις δυνατότητες ν' αναπτύξουν πλήρη ερωτική ζωή; Αυτό το ερώτημα δεν είχε ποτέ απαντηθεί και πολύ περισσότερο δεν έχει ούτε καν τεθεί.

Σε σχέση μ' αυτό, θάθελα να προσπαθήσω ξανά να ξεκαθαρίσω μια κοινή και ηλίθια παρεξήγηση. Σε συζητήσεις γύρω από το ρόλο της ψυχολογίας στην κοινωνιολογία, ακούει κανείς ξανά και ξανά μια τυπική αντίρρηση: «Ναι, αλλά τι γίνεται με τους οικονομικούς παράγοντες;» Οι λανθασμένες αντιλήψεις έχουν απίστευτη μακροζωία. Δεν υπάρχει πιο λανθασμένη ερώτηση απ' αυτή. Η οικονομική ύπαρξη του ανθρώπου δεν μπορεί να αντιδιασταλεί από την ψυχική του ύπαρξη. Όλοι οι παράγοντες της ανθρώπινης ύπαρξης ασκούν την επίδρασή τους μέσω της ψυχικής ζωής.

Η επίδραση των μηχανών δε βρίσκεται στο γεγονός ότι λειτουργούν, αλλά στο γεγονός, ότι οι άνθρωποι δουλεύουν μ' αυτές και κάνοντάς το αυτό αλλάζουν δομικά. Η ανθρώπινη ύπαρξη γενικά και η κοινωνική ύπαρξη ειδικότερα, έχουν συνέπειες μόνο βάσει των αλλαγών που επιφέρουν στην ανθρώπινη δομή και των δραστηριοτήτων που επιβάλλουν στους ανθρώπους.

Όσον αφορά το σχηματισμό του χαρακτήρα τώρα. Με τη λέξη χαρακτήρας η σεξοικονομία εννοεί το συνήθη τρόπο αντίδρασης του ατόμου, που έχει πια εδραιωθεί. Δεδομένου ότι ομάδες ανθρώπων, όπως εργάτες, επιχειρηματίες, κ.λπ. έχουν κοινή μια ορισμένη σταθερή συμπεριφορά δείχνει την επιρροή μιας κοινής τυπικής κοινωνικής κατάστασης πάνω στη δομή τους. Η διαμόρφωση του χαρακτήρα είναι το αποτέλεσμα σύγκρουσης ανάμεσα στις νευροφυτικές, βιολογικές κι ενστικτικές ενέργειες από τη μια μεριά και την κοινωνική ύπαρξη από την άλλη. Αλλά δεν πρόκειται για την αφηρημένη και θεωρητική ανακάλυψη, ότι η χαρακτηροδομή προκύπτει από τη σύγκρουση ανάμεσα σε βιολογικούς και κοινωνιολογικούς παράγοντες. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο χαρακτήρας που προκύπτει έχει γνωρίσματα λειτουργικά ταυτόσημα με ορισμένους παράγοντες της κοινωνικής δομής και ιδεολογίας μας.

Η βιολογική λειτουργικότητα διέπεται από τους νόμους της ανάπτυξης, με τις διεργασίες της συγκέντρωσης κι εκφόρτισης της ενέργειας μέσα από ρυθμική εναλλαγή ανάμεσα στη δραστηριότητα και την ηρεμία. Η εναλλαγή της συγκέντρωσης κι εκφόρτισης της ενέργειας βιώνεται σαν παλμός και ροή ρευμάτων μέσα στο σώμα. Υπάρχουν άνθρωποι που φαίνονται εντελώς άκαμπτοι, μη - ζωντανοί και στερημένοι από συγκινήσεις και που ποτέ δεν κατάλαβαν ή δέχτηκαν ορμές θυμού, έρωτα ή άγχους. Σήμερα, η χαρακτηραναναλυτική τεχνική μας δίνει τη δυνατότητα να κάνουμε αυτούς τους ανθρώπους να ξαναβιώσουν αυτά τα νευροφυτικά ρεύματα και το βιολογικό τους παλμό. Πριν να γίνει αυτό οι ασθενείς παραπονούνται ότι δεν αισθάνονται ζωντανοί, ότι αισθάνονται απονεκρωμένοι, κ.λπ. Αυτό σημαίνει ότι διαλύοντας τις άκαμπτες χαρακτηρολογικές στάσεις, που βιώνονται με το σχηματισμό της θωράκισης, μπορούμε να ελευθερώσουμε βιολογικές ενέργειες που ήταν δεσμευμένες.

Βρέθηκε πειραματικά ότι αυτές οι ενέργειες είναι ταυτόσημες με τη βιοηλεκτρική ενέργεια (οργονοενέργεια, όπως θα λέγαμε σήμερα - σημείωση του Αμερικανού εκδότη). Το γεγονός αυτό έχει θεμελιώδη σημασία για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα. Ας διευκρινίσουμε τη σύγκρουση ανάμεσα στη νευροφυτική ορμή και την πίεση που ασκεί η κοινωνία μας στα νήπια, με την εκπαίδευση για έλεγχο του σφιγκτήρα. Ξέρουμε ότι, μέχρι την ηλικία των τριών ή τεσσάρων χρόνων, τα παιδιά είναι πολύ ζωντανά, κι ότι γύρω στην ηλικία των πέντε χρόνων αρχίζουν να γίνονται κρύα κι αποκτάνε «καλή συμπεριφορά», χάνοντας το σημαντικότερο μέρος της κινητικότητάς τους.

Όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, αυτή η απώλεια οφείλεται κυρίως στην επικρατούσα μέθοδο για την εκπαίδευση του σφιγκτήρα. Αν το παιδί ενδώσει στην επιθυμία του να λερωθεί, τότε το μαλώνουν αυστηρά. Το ίδιο συμβαίνει και με πολλές άλλες κινητικές παρορμήσεις. Έτσι προκύπτει σύγκρουση ανάμεσα στο «θέλω» και στο «δεν μου επιτρέπεται». Στην αρχή το παιδί διχάζεται ανάμεσα στο να ενδώσει στην επιθυμία από τη μια μεριά και το φόβο της τιμωρίας από την άλλη. Δεν μπορεί να αντέξει αυτή την κατάσταση για πολύ. Πρέπει να πολεμήσει τις παρορμήσεις του, αλλά και την απαγόρευση. Ενώ προηγούμενα ήταν δραστήριο και ζωντανό, αρχίζει να παρακολουθεί τον εαυτό του, οι μυϊκές του στάσεις χάνουν τη φυσικότητά τους και γίνονται άκαμπτες. Το παιδί γίνεται κρύο και άκαμπτο, με λίγα λόγια ένα παιδί «με καλή συμπεριφορά», που έχει προσαρμοστεί στην εκπαίδευση, δηλαδή, στην κοινωνία. Ενώ πριν παρουσίαζε μια ρυθμική βιολογική εναλλαγή έντασης και χαλάρωσης, τώρα αρχίζει να παρουσιάζει ένα μηχανισμό που είναι αποφασιστικής σημασίας για την ανάπτυξη αυτής της αντιφατικής χαρακτηροδομής, που είναι τυπική της αυταρχικής κοινωνίας.

Βέβαια, η νεοαποκτημένη ψυχρότητα και ακαμψία ακινητοποιεί ένα μέρος της νευροφυτικής ενέργειας, το σώμα όμως εξακολουθεί να παράγει νέες ποσότητες ενέργειας. Τώρα όμως, η παρουσία ενός ανασταλτικού μηχανισμού, εμποδίζει την ενέργεια να εκφορτιστεί το ίδιο ελεύθερα όπως πριν. Εξαιτίας αυτής της αναστολής στην εκφόρτιση της ενέργειας, η πίεση από το εσωτερικό εξακολουθεί να αυξάνει και αυτό κάνει αναγκαία μια όλο και μεγαλύτερη αναστολή των παρορμήσεων.

Αυτό το χρόνιο μηχανισμό αναστολής, τον ονόμασα θωράκιση. Εκφράζεται τόσο με χαρακτηρολογίες στάσεις, όσο και με μυϊκές. Ο καθένας μπορεί να αισθανθεί τον τοίχο ανάμεσα στον εαυτό του και τον κόσμο. Η θωράκιση φαίνεται στο γεγονός ότι δεν μπορεί να εδραιώσει κανείς μια άμεση, φυσική επαφή, με τους ανθρώπους, όπως και στις αφύσικες προσπάθειες να εδραιωθεί αυτή η επαφή. Στην ψυχαναγκαστική κοινωνικότητα, στο γεγονός ότι μπορεί κανείς να νιώθει μοναξιά αν και βρίσκεται με παρέα, όπως και σε άλλες καταστάσεις.

Αφού εδραιωθεί η θωράκιση, υπάρχει μια σύγκρουση ανάμεσα στο ένστικτο και την αναστολή (ηθική ή άγχος), που προηγούμενα δεν υπήρχε, γιατί το παιδί γεννήθηκε δίχως ηθική και οι δραστηριότητές του ρυθμίζονταν από τη βιολογική αρχή της έντασης και της χαλάρωσης. Η διαφορά ανάμεσα στη φυσική βιολογική αυτορρύθμιση και στην ηθική ρύθμιση της ενστικτικής ζωής είναι σαν αυτή που υπάρχει ανάμεσα σ' ένα φυσικό ποτάμι και σ' ένα που έχει φραχτεί. Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, το ποτάμι τρέχει σύμφωνα με τις φυσικές αναλογίες της γης και σύμφωνα με τον όγκο του νερού που έχει. Όταν φραχτεί, πλημμυρίζει τη γη και σχηματίζει κάθε είδους δευτερογενή ρεύματα που μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές καταστροφές. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει στην ενστικτική ζωή. Οι φυσικές ορμές του παιδιού, να φάει, να βυζάξει, να εξασκήσει το μυϊκό του σύστημα, ν' αντλήσει ηδονή από την εντερική του λειτουργία και τα γενετήσια όργανα, παραμένουν κοινωνικά ακίνδυνες και απλά προωθούν την ανάπτυξη του παιδιού, όσο καιρό δεν αναστέλλονται.

Στη ροή της φυσικής ανάπτυξης, το ένα ενδιαφέρον μετά το άλλο αντικαθιστώνται από καινούργια. Όμως η κοινωνία αναστέλλει κάθε διαδοχική φάση της ανάπτυξης με εκπαιδευτικά μέτρα. Αυτή η αναστολή δημιουργεί ξανά και ξανά τεχνητούς, αφύσικους πόθους. Το παιδί μπαίνει σε μια οξεία αντίφαση ανάμεσα στη φυσική του ύπαρξη κι αυτό που του εμφυτεύει ο πολιτισμός. Αυτή η αντίφαση αντανακλά απλά την απόλυτη αντίθεση του πολιτισμού και της φύσης, του ένστικτου και της ηθικής, που χαρακτηρίζει τη μοντέρνα κοινωνία. Στη θέση της φυσικής αντίδρασης του παιδιού μπαίνει η ψυχαναγκαστική αντίθεση «αυτό είναι καλό» και «αυτό είναι κακό». Ένα παιδί με μια ισχυρή παρόρμηση νάναι κινητικό, όταν πρέπει να φορέσει καθαρά ρούχα για το πάρτι κι όταν πρέπει να προσέχει να μη «λερωθεί» γιατί η μαμά του θέλει να μοιάζει με χαριτωμένη κουκλίτσα, είναι ένα από τα πιο θλιβερά θεάματα. Δε μένει καμιά αμφιβολία από τις εμπειρίες μας ότι αυτού του είδους η καταπίεση της νηπιακής κινητικότητας, είναι από τις πιο επιζήμιες επιδράσεις που μπορεί να βιώσει ένα παιδί. Ο έλεγχος που πρέπει να εξασκεί το παιδί πάνω στον εαυτό του - εντελώς ανώφελα και μόνο για χάρη ενός αμφισβητήσιμου «εξευγενισμού» - καταλήγει σε διαταραγμένη οικονομία της νευροφυτικής του ενέργειας. Αυτή η διεργασία της αντικατάστασης της φυσικής συμπεριφοράς, με τεχνητή, μπορεί να παρατηρηθεί σε κάθε πλευρά της ζωής του παιδιού.

Ένα δεύτερο παράδειγμα της θωράκισης σαν αποτέλεσμα της σύγκρουσης ανάμεσα στο ένστικτο και τον εξωτερικό κόσμο είναι το άγχος ηδονής που παίρνει την οριστική του μορφή στην εφηβεία. Οι έφηβοι που είναι 11, 12 ή 13 χρόνων είναι ακόμα αρκετά ζωντανοί ή έχουν ξαναγίνει ζωντανοί. Όταν φτάσουν στα 16 ή 17 ξαναλλάζουν και γίνονται παγωμένοι, όπως όταν ήταν παιδιά. Μπορεί κανείς να μιλά σχετικά ελεύθερα με έφηβους 14 ή 15 χρονών για τη σεξουαλικότητά τους. Αργότερα, αυτό γίνεται πιο δύσκολο, γιατί γίνονται απλησίαστοι. Αυτή η αλλαγή από τη ζωντάνια στο πάγωμα είναι μια επανάληψη της ίδιας διαδικασίας που συνέβη στην παιδική ηλικία.

Η γενικότερη συνέπεια πού φέρνει η διαμόρφωση του χαρακτήρα, είναι η αμοιβαία έλλειψη επαφής και η αντικατάσταση των φυσικών ανθρώπινων σχέσεων με τεχνητές, τυπικές σχέσεις. Παρά το γεγονός ότι ζούμε συλλογικά, σπάνια βρίσκουμε άτομα που δεν είναι στο βάθος κενά, επιφανειακά και μόνα. Αυτή η ψυχική κατάσταση δημιουργεί τη λαχτάρα για «απελευθέρωση», ή ακόμα για «διάλυση» (νευροφυτική, οργασμική λαχτάρα). Οι άνθρωποι έχουν χάσει την ικανότητα να κολυμπάνε ελεύθερα στο ρεύμα της ζωής. Επειδή αισθάνονται βαθιά μέσα τους, τη θέληση για ζωή, αλλά δεν μπορούν να την εκφράσουν λόγω της θωράκισής τους, αναπτύσσουν αναγκαστικά μια λαχτάρα για τη «μεγάλη εμπειρία». Αυτή η λαχτάρα είναι συναισθηματική ή ονειροπόλα και στις περισσότερες περιπτώσεις είναι πολύ θολή και συγκεχυμένη. Είναι λαχτάρα για κάτι που θα τους αποδεσμεύσει από τη θωράκισή τους, από την απομόνωσή τους. Ακόμα βλέπουμε ότι οι άνθρωποι που δεν μπορούν να εκφράσουν τη ζωντανή κινητική τους δραστηριότητα, αναγκαστικά φοβούνται τη ζωή και είναι ανήμποροι μπροστά σε δουλειές και συμβάντα που σε φυσιολογικές συνθήκες και με τη γνώση και τεχνική που έχουν, θα μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα χωρίς καμιά δυσκολία.

Από τη μια μεριά είναι προσαρμοσμένοι πολύ καλά στις καταστροφικές απαιτήσεις του λεγόμενου πολιτισμού. Από την άλλη, έχουν χάσει την ικανότητα να ξεπερνάνε πραγματικές δυσκολίες με τις οποίες τους φέρνουν αντιμέτωπους οι καιροί, οι συνθήκες και οι κοινωνικές εξελίξεις. Αρκεί κάποιος να προσέξει τις συνηθισμένες συνομιλίες στο δρόμο, την οικογένεια, το εστιατόριο και αλλού. Αυτά που λένε οι άνθρωποι μεταξύ τους είναι απίστευτα επιφανειακά. Δε θίγουν τ' αληθινά προβλήματα της ζωής και φανερώνουν παντελή έλλειψη κριτικής μπροστά στις πιο ηλίθιες ιδεολογίες. Πέρα από αυτά, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι δεν αρέσει στο μέσο άνθρωπο να έρχεται σε επαφή με σοβαρά θέματα. Πίσω από αυτή την άρνηση, εύκολα μπορεί κανείς να διακρίνει ένα βαθύ φόβο. Η έκφραση του προσώπου των ανθρώπων στους δρόμους και η συνολική στάση του σώματός τους είναι φοβισμένη και απονεκρωμένη, καθώς αντανακλά την αθλιότητα της ζωής.

Πάντως, θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε απ' αυτή την επιπολαιότητα, όπως κάνουν οι «θεόσταλτοι» Φύρερ εκατομμυρίων ανθρώπων, ότι οι άνθρωποι είναι τόσο ηλίθιοι ώστε να μπορείς να ρίξεις μέσα τους ό,τι θέλεις. Αυτοί οι ίδιοι οι άνθρωποι, που εμφανίζονται τόσο επιφανειακοί, κενοί και ηλίθιοι, αναπτύσσουν με τη θεραπεία, ικανότητες, συμπεριφορά και σκέψεις που συχνά μπορεί να συγκριθεί με τη σκέψη μεγάλων στοχαστών. Αυτό δεν είναι υπερβολή. Απλά σημαίνει ότι η γενική αναστολή της ζωής αντανακλάται στην αναστολή της ικανότητας του ατόμου να είναι πραγματικά ο εαυτός του. Οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί απ' έξω κι από μέσα, έχουν μια ορισμένη συμπεριφορά σε μια καλή φιλία κι άλλη στην επίσημη ζωή. Διαφορετική συμπεριφορά στην επαγγελματική τους ζωή και διαφορετική στην ιδιωτική. Η ζωή, έτσι όπως τη βλέπουμε γύρω μας, είναι μια υποκατάστατη ζωή.

Ας προσπαθήσουμε να πάρουμε μια γενική ιδέα της σύνθεσης ανάμεσα στην ιδεολογική δομή της κοινωνίας μας και την ψυχική δομή των ατόμων που την αποτελούν. Η μηχανοποιημένη οικονομία, αυτό το χαρακτηριστικό του πολιτισμού μας, αντανακλάται στο μηχανοποιημένο άνθρωπο, στην κενή ζωή που κάνει ένας σημερινός εργαζόμενος στο εργοστάσιο ή το γραφείο, από τα δεκαέξι μέχρι τα εξήντα του χρόνια.

Τα προβλήματα με τα οποία καταπιανόμαστε εδώ, βρίσκονται σ' ένα χώρο που η επιστήμη είναι απρόθυμη να πλησιάσει. Παρατηρώ επί μήνες την ακόλουθη σκηνή στη γειτονιά μου: Στην απέναντι μεριά του δρόμου ζει ένας νεαρός υπάλληλος με τη γυναίκα του κι ένα μικρό παιδί. Κάθε πρωί ακριβώς στις εννιά, φεύγει από το σπίτι. Στη βεράντα αποχαιρετά τη γυναίκα και το παιδί του με ένα τυπικό φιλί στο μέτωπο. Μετά τους κουνά το χέρι, έπειτα κάνει πέντε έξι βήματα, γυρνά αριστερά και τους κάνει ξανά αντίο με το χέρι. Δεν έχουμε λόγο ν' αμφιβάλλουμε ότι θα επαναλάβει τα ίδια πράγματα για άλλα τριάντα χρόνια. Πρέπει να αναρωτηθούμε ποιοι μηχανισμοί κάνουν ένα ανθρώπινο ον να εκτελεί μια τόσο αυτοματική συμπεριφορά, πώς μπορεί να την αντέχει και πώς καταφέρνει να μην το καταλαβαίνει. Η κλινική εμπειρία της σεξοικονομίας δίνει μόνο μερική απάντηση σ' αυτό το ερώτημα. Εξηγεί τους μηχανισμούς και τη δυναμική αυτής της αφύσικης συμπεριφοράς, αλλά δεν εξηγεί την κοινωνική λειτουργία ενός τέτοιου φαινομένου.

Το γεγονός ότι οι άνθρωποι του πολιτισμού μας είναι κρύοι, το γεγονός ότι είναι πτώματα που περπατάνε, και ότι είναι θωρακισμένοι, είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό κι ενδιαφέρον κλινικό φαινόμενο. Αλλά ποια κοινωνική λειτουργία εκπληρώνει αυτό μέσα στην κοινωνία; Ξέρουμε ότι υπάρχει μια οικονομία βασισμένη στο κέρδος και πώς λειτουργεί. Αλλά πρέπει να θέσουμε το επιπλέον ερώτημα: πώς είναι δυνατό να υποφέρουν αυτή την οικονομία, να είναι ανίκανοι να την αλλάξουν και να δείχνουν ότι υπομένουν σιωπηλά τα βάσανα που τους φορτώνει; Η πλειονότητα των ανθρώπων καταπιέζεται και είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης. Η αστυνομία δεν έχει τη λειτουργία να ικανοποιεί την «ανάγκη για τιμωρία» των ανθρώπων, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι ψυχαναλυτές, έχει τη λειτουργία να εμποδίζει τους ανθρώπους να εκφράζουν τις διαμαρτυρίες τους με αποτελεσματικό τρόπο. Ο αποφασιστικός παράγοντας βρίσκεται στη δομή του χαρακτήρα του μέσου ανθρώπου, στην ψευτοσεμνότητά του και την έλλειψη κριτικών δυνατοτήτων. Από τη νηπιακή ηλικία κι έπειτα, οι άνθρωποι εκπαιδεύονται νάναι ψεύτικα σεμνοί, μετριόφρονες, μηχανικά υπάκουοι και παράλληλα εκπαιδεύονται να καταπιέζουν τις φυσικές ενέργειες των ενστίκτων τους. Η κοινωνική ιδεολογία διέπεται από τον ασκητισμό και το καθήκον στην υπηρεσία ενός ανόητου «αλτρουισμού». Αυτά τα βασικά στοιχεία κάθε αντιδραστικής ιδεολογίας εμφανίζονται στη δομή του ανθρώπινου χαρακτήρα με τη μορφή του άγχους ηδονής, που αποχτήθηκε στην παιδική ηλικία και της ανικανότητας να βιωθεί η δουλειά σαν ηδονή κι όχι σαν μισητό καθήκον. Η θεραπευτική εμπειρία της χαρακτηρανάλυσης δείχνει ξεκάθαρα ότι άτομα που φτάνουν στο σημείο να γνωρίσουν τη χαρά στη δουλειά και τη ζωή τους γίνονται ανίκανα να ασχοληθούν με το γνωστό είδος της δουλειάς που δε δίνει καμία χαρά και γίνεται από καθήκον, χωρίς να αναπτύξουν μια ισχυρή εσωτερική αποστροφή. Αλλά αυτή η αποστροφή, αυτή η εσωτερική διαμαρτυρία από την πλειονότητα των ανθρώπων, θα ήταν η πρώτη προϋπόθεση για αλλαγή της ίδιας της δουλειάς.

Στην ιδεολογία της κοινωνίας μας, η αντίθεση ανάμεσα στην ηθική και τη σεξουαλικότητα παίζει έναν αποφασιστικό ρόλο. Σε αυτό οφείλεται το ότι, πολύ δύσκολα μπορεί κάποιος άνθρωπος στην κοινωνία μας να μετέχει σε ευχάριστη δραστηριότητα χωρίς να αντιδράσει, συνειδητά ή ασυνείδητα, με αισθήματα ενοχής. Η αντίθεση ανάμεσα στη σεξουαλικότητα και την ηθική της κοινωνικής ιδεολογίας Βρίσκεται επίσης και στην ανθρώπινη δομή. Είναι αγκυροβολημένη στη φυσιολογία, σε χρόνιους μυϊκούς σπασμούς, που εμποδίζουν την εμφάνιση της Βιολογικής σεξουαλικής διέγερσης.

Ένα άλλο παράδειγμα, που έρχεται στο νου κάθε σκεπτόμενου ατόμου, είναι το γεγονός ότι τεράστιες μάζες ανθρώπων ανταποκρίνονται στην ιδεολογία «να πεθαίνει κανείς για την πατρίδα», με τέτοια πεισματικότητα, ακόμα κι αυτοθυσία.

Πρέπει να αναρωτηθούμε, πώς είναι δυνατό, μια απαίτηση τόσο αρνητική για τη ζωή να γίνεται αποδεχτή χωρίς διαμαρτυρία; Το πρόβλημα δεν είναι ότι υπάρχει αυτή η απαίτηση. Το πρόβλημα είναι στην ερώτηση: Γιατί τόσα εκατομμύρια ανθρώπων κάνουν πράξη αυτή την απαίτηση και πεθαίνουν για μια χώρα, που η κτηνωδία της και το αρνητικό για τη ζωή πρόγραμμα των κυβερνώντων της είναι τόσο προφανή; Η συνηθισμένη απάντηση είναι, ότι οι άνθρωποι εξαναγκάζονται με πολυβόλα να το κάνουν. Αλλά αν κάποιος εξετάσει τη συμπεριφορά των μαζών πριν τον παγκόσμιο πόλεμο και τώρα, πρέπει να συμπεράνει ότι αυτό δεν είναι η απάντηση. Υπάρχει κάτι σε δράση μέσα στους ίδιους τους ανθρώπους, που απαλλάσσει εκείνους που έχουν συμφέρον να κάνουν πόλεμο, από την αναγκαιότητα να χρησιμοποιήσουν πολυβόλα για να εξαναγκάσουν τις μάζες. Ας το εξετάσουμε καλύτερα με τη βοήθεια ενός παραδείγματος.

Φανταστείτε τους νέους 18 έως 25 χρόνων σ' οποιοδήποτε μικρό μέρος. Οι νέοι είναι μοναχικοί, ανικανοποίητοι στις υλικές και πολιτιστικές τους ανάγκες, ανικανοποίητοι στις φυσικές βιολογικές τους ανάγκες, βαριούνται τη δουλειά τους και είναι φοβερά καταπιεσμένοι στο σπίτι. Τριγυρνάνε στους δρόμους σκοτώνοντας την ώρα τους, λέγοντας ηλίθιες ιστορίες και παρουσιάζουν εντελώς αφύσικα σεξουαλικά ενδιαφέροντα. Έτσι όπως είναι βαριεστημένοι και ανικανοποίητοι, αναπόφευκτα, η λαχτάρα για τη «μεγάλη εμπειρία» αποκτά κεντρικό ρόλο στη δομή τους. Πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτή η λαχτάρα έχει μια πολύ υλική βάση, στη λαχτάρα που περιγράψαμε παραπάνω για την απελευθέρωση από την ενστικτική πίεση.

Ζούμε τώρα σε τέτοια εποχή, που η έκταση αυτών των φαινομένων γίνεται ξεκάθαρη χωρίς καμία αμφιβολία. Επίκειται πόλεμος και ο καθένας μας έχει την αίσθηση ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα γι' αυτό. Όλοι έχουν πειστεί ότι είναι μοιραίος και δεν μπορεί να γίνει τίποτα για να τον αποφύγουμε. Φυσικά, ο φόβος του θανάτου, του ακρωτηριασμού κ.λπ. υπάρχει σε όλη του τη βιολογική ισχύ. Αλλά τον έχουν καταπνίξει τελείως η κενότητα της ζωής, η σεξουαλική μοναξιά και η συνεπακόλουθη λαχτάρα για τη «μεγάλη εμπειρία». Η Ιταλία μας έδειξε πόσο μεγάλος πολεμικός ενθουσιασμός μπορεί να ξεπηδήσει από αυτή τη λαχτάρα. Είναι εντελώς ανόητο να προσπαθεί κανείς να αντιμετωπίσει τέτοια γεγονότα με αντιπολεμικές διακηρύξεις ή προπαγάνδα. Οι πλατιές μάζες έχουν μια λίγο - πολύ εθνικιστική στάση και δεν εντυπωσιάζονται από καμία στεγνή αντιπολεμική προπαγάνδα. Σημασία δεν έχει να διακηρύττουμε ειρηνιστικά συνθήματα, αλλά να απελευθερώσουμε, στην καθημερινή ζωή, εκείνες τις δυνάμεις που μόνες τους μπορούν να ξεπεράσουν την καταστροφική δύναμη ανεκπλήρωτων νευροφυτικών πόθων.

Ακόμα λίγα λόγια για ένα άλλο παράδειγμα από την ανθρώπινη παθολογία, δηλαδή τον τεράστιο ρόλο του αλκοόλ στη ζωή των καταπιεσμένων μαζών. Η λειτουργία του στην παρούσα ζωή γίνεται σαφής όταν εξετάσει κανείς τα κίνητρα του αλκοολισμού. Ένα ουσιαστικό γνώρισμα της θωράκισης του χαρακτήρα είναι η άμβλυνση της αυτο-αντίληψης, η παράλυση των αισθήσεων στην περιφέρεια του σώματος, που κάνει την επιφάνεια του κορμιού να βιώνεται σαν πανοπλία. Το αλκοόλ διαστέλλει τα περιφερειακά αγγεία κι έτσι ανακουφίζει προς στιγμή την εσωτερική ένταση, προσφέρει μια αίσθηση χαλάρωσης και κάνει κάποιο να ξεχνά τους μπελάδες του. Δεν αρνούμαστε το ρόλο που παίζει ο στοματικός ερωτισμός και η ομοφυλοφιλία, αλλά αναγνωρίζουμε πόσο πιο σπουδαίο από αυτά τα ακαδημαϊκά ευρήματα είναι το γεγονός, ότι ο μέσος άνθρωπος αισθάνεται κενός και ψυχρός. Αυτό το γεγονός δεν αναφέρεται πουθενά σε καμιά επιστημονική διατριβή για τον αλκοολισμό.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι η επίδραση που ασκεί ο κινηματογράφος. Οι ενενήντα οκτώ στις εκατό σύγχρονες ταινίες είναι ερωτικές ιστορίες. Είναι όλες φτιαγμένες σύμφωνα με την ίδια πάντα συνταγή: στην αρχή, προκαλούν στο ακροατήριο όλες τις επιθυμίες που μένουν ανεκπλήρωτες στην καθημερινή ζωή και μετά προσφέρουν μια ψευδαίσθηση ικανοποίησης στην οθόνη. Τα κυριότερα θέματα στην αρχή των περισσότερων ταινιών είναι οι εξωσυζυγικές σεξουαλικές εμπειρίες, η ευτυχία του έρωτα ανάμεσα σε ανύπαντρους ανθρώπους, η γελοιοποίηση των μπάμπιτ κ.λπ. Αλλά όπως ακριβώς κάθε ερωτική ιστορία της οθόνης αρχίζει με την κατάφαση της σεξουαλικότητας, τελειώνει με την εξύμνηση μιας ηθικής, που είναι αρνητική για τη σεξουαλικότητα. Οι ταινίες δείχνουν αρκετά καθαρά ότι τα εμπορικά συμφέροντα κατανοούν τη γενική ανθρώπινη λαχτάρα για την ηδονή και την ευτυχία και ξέρουν πώς να την εκμεταλλεύονται. Αλλά η ικανοποίηση δεν επιτρέπεται να είναι πραγματική. Το τέλος της ιστορίας, είναι η άρνηση της ζωής και της ηδονής, το ξύπνημα αισθημάτων ενοχής και η περιγραφή της τιμωρίας που τους «αξίζει» για το κόψιμο του απαγορευμένου καρπού της ηδονής. Το πρόβλημα που φαινόταν να παρουσιάζει στην αρχή η ταινία δε λύνεται, αντίθετα, θάβεται για μια ακόμα φορά. Οι άνθρωποι θα ξανάρθουν κι έτσι τα ταμεία θα έχουν κίνηση.

Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η ανθρώπινη δομή και οι αντιφάσεις της ταιριάζουν με τη δομή της κοινωνικής ιδεολογίας όπως δυο γρανάζια μιας μηχανής.

Η κοινωνία ως θεσμός αναπαράγεται όχι κύρια με τους νόμους της, τη γραφειοκρατία της, ή την αστυνομία της, αλλά ουσιαστικά δημιουργώντας τις ρίζες της μέσα στη χαρακτηροδομή των μαζών. Δημιουργεί στο μέσο άνθρωπο μια πολιτική αδυναμία, έλλειψη ανεξαρτησίας και την επιθυμία, με την ανάγκη ταυτόχρονα, να τον οδηγούν. Αυτό το πετυχαίνει με την αυταρχική εκπαίδευση και τη σεξουαλική καταπίεση. Ο μέσος άνθρωπος μεγαλωμένος με αυτό τον τρόπο, δεν καταλαβαίνει τίποτα από τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, το μόνο που ξέρει είναι η μικρή σφαίρα της προσωπικής του ζωής, που και γι' αυτή γνωρίζει πολύ λίγα. Θέλει να στηρίζεται σε κάποιον, χρειάζεται μια ψευδαίσθηση ικανοποίησης, μυστικιστικές ελπίδες, ιδανικά που ποτέ δεν πραγματοποιούνται και είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν. Η σημερινή κοινωνία αντιστοιχεί σε αυτή την ψυχική δομή. Η δομή της κοινωνικής ιδεολογίας και η ψυχική δομή είναι λειτουργικά ταυτόσημες.

Η αντίληψη ότι η λεγόμενη ανθρώπινη συνείδηση είναι απλά μια αντανάκλαση των κοινωνικών εξελίξεων και συνθηκών δεν είναι σωστή. Μάλλον η κοινωνία καταπιέζοντας τα φυσικά ένστικτα και μετατρέποντάς τα σε αντικοινωνικές δομές, που με τη σειρά τους πρέπει να ανασταλούν με την ηθική, δημιουργεί μια χαρακτηροδομή που αντιστοιχεί σε αυτή την κοινωνία, όπου μπορεί να αγκυροβολήσει η ιδεολογία της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, η κοινωνία δεν είναι το αποτέλεσμα μιας ορισμένης ψυχικής δομής, αλλά αληθεύει το αντίστροφο: η χαρακτηροδομή είναι το αποτέλεσμα μιας ορισμένης κοινωνίας.

Αυτό που αγκυροβολεί στην ανθρώπινη δομή δεν είναι οι φυσικές συνθήκες, αλλά ουσιαστικά ο μηχανιστικός πολιτισμός. Είχα την τύχη - ή την ατυχία αν θέλετε - να μελετήσω το χαρακτήρα πολλών ανθρώπων σε πολλές διαφορετικές χώρες. Βρήκα ότι οι φυσικές τους διαφορές ήταν εντελώς ασήμαντες συγκρινόμενες με αυτά που είχαν κοινά στη δομή τους. Ποια είναι η βιολογική διαφορά μεταξύ ενός μαύρου κι ενός λευκού μωρού; Δεν αναπτύσσονται βασικά με τον ίδιο τρόπο; Αυτά που έχουν κοινά στη νηπιακή κινητική δραστηριότητα, στη νηπιακή σκέψη, στο νηπιακό τρόπο να παρατηρούν τα πράγματα, στη νηπιακή σεξουαλικότητα κ.λπ. είναι ασύγκριτα πιο σημαντικά απ' τις διαφορές τους που καθορίζονται από τη φυλή τους. Μόνο ένα περίεργο είδος «επιστήμονα» μπορεί να καταφέρει όχι μόνο να παραβλέψει τέτοια γεγονότα, αλλά και να συμμετέχει στην ενίσχυση μιας εντελώς παράλογης ρατσιστικής ιδεολογίας που έχει την τάση να καταστρέφει τη ζωή.

Ο μέσος άνθρωπος που έχει ανατραφεί αυταρχικά βρίσκεται σε μια διαρκή και συνήθως άλυτη σύγκρουση ανάμεσα στην ψυχική του δομή και την κοινωνική του ύπαρξη. Όταν η θεραπεία διαλύσει τις παθολογικές αναστολές των φυσικών ορμών κι έτσι ξαναεδραιωθεί η φυσική επαφή των ανθρώπων με τις ορμές τους, τους εαυτούς τους, και το περιβάλλον τους, η ηθική ρύθμιση γίνεται περιττή. Το γεγονός αυτό συνήθως παρεξηγείται, όσο κι αν είναι απλό. Και για να χρησιμοποιήσω ένα απλό παράδειγμα: Αν ένας πεινά και δεν μπορεί να προμηθευτεί τροφή, αναπτύσσει αυτόματα την παρόρμηση να κλέψει. Αν κλέψει, απειλείται με φυλάκιση. Έτσι, αναστέλλει την παρόρμησή του να κλέψει. Μετά από ένα καλό γεύμα, η παρόρμηση να κλέψει εξαφανίζεται αυτόματα κι αν δεν υπάρχει παρόρμηση δε χρειάζεται καμία αναστολή. Αυτός ο απλός μηχανισμός εφαρμόζεται και στην πιο περίπλοκη περίπτωση της σεξουαλικότητας. Αν οι φυσικές απαιτήσεις της σεξουαλικότητας ξαναεδραιωθούν και ικανοποιηθούν, δεν υπάρχει λόγος για την ανάπτυξη αντικοινωνικών ορμών κι επομένως δεν υπάρχει θέμα ηθικών αναστολών.

Οι άνθρωποι που τους λείπει η σεξουαλική ικανοποίηση - για εσωτερικούς ή εξωτερικούς λόγους - διακατέχονται συνεχώς από φαντασιώσεις βιασμού ή διεστραμμένες ορμές κάθε είδους. Αν γίνουν ικανοί για φυσική ικανοποίηση, αυτές οι διεστραμμένες ορμές εξαφανίζονται και μαζί μ' αυτές η ανάγκη να αναστέλλονται ηθικά. Μ' αυτό τον τρόπο η αντίθεση της ηθικής και των ενστίκτων μπορεί να εξαλειφθεί αν και μόνο σε ατομικές περιπτώσεις. Τότε, η ηθική ρύθμιση αντικαθίσταται από ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο ρύθμισης, τη σεξοικονομική αυτορρύθμιση.

Από τη στιγμή που θα κατανοήσει κανείς αυτά τα γεγονότα, τότε γίνονται αυτονόητα. Όμως, υπάρχει μια δυσκολία που οι περισσότεροι επιστήμονες προσπαθούν σκληρά να μη τη δουν, να μη συγκρουστούν μαζί της: τα εμπόδια που βάζει η κοινωνία στο δρόμο της ικανοποίησης των ενστίκτων. Ακόμα και στην ατομική θεραπεία, είμαστε αναγκασμένοι αργά ή γρήγορα να τα συναντήσουμε μπροστά μας.

Όταν για παράδειγμα μια κοπέλα 17 με 18 χρονών, που έχει αρρωστήσει επειδή έχει καταπιέσει την εφηβική της σεξουαλικότητα, συνειδητοποιήσει τις σεξουαλικές της ανάγκες, έρχεται αμέσως σε σύγκρουση με όλα αυτά που αντιπροσωπεύουν την «καλή ηθική συμπεριφορά». Σχεδόν κανείς δεν έχει ιδέα των κοινωνικών εμποδίων, που εμποδίζουν σήμερα, την πορεία μιας συνεπούς θεραπείας του χαρακτήρα. Η αλλαγή της ψυχικής δομής από την αρχή της ηθικής ρύθμισης στην αρχή της σεξοικονομικής αυτορρύθμισης, ανοίγει μια τεράστια προοπτική. Όμως δεν πρέπει να τρέφει κανείς ψευδαισθήσεις για τη δυνατότητά της να εφαρμοστεί. Μια τέτοια μεταβολή της ψυχικής δομής σε μαζική κλίμακα, που να βασίζεται σε μια σεξουαλική υγιεινή, σύμφωνη με τη συνεπή αποδοχή της ηδονής, είναι προς το παρόν αδύνατη. Η αιτία είναι προφανής: κάθε προϋπόθεση για μια τέτοια αλλαγή λείπει από την κοινωνία μας.

Προσπάθησα να δείξω τη σημασία της κυριαρχούσας χαρακτηροδομής στη σημερινή κοινωνική δομή. Όσο πιο νωρίς προσπαθήσει κάποιος να αλλάξει την ανθρώπινη δομή, τόσο η κοινωνία εναντιώνεται εντονότερα. Καθένας που δουλεύει σε αυτό το πεδίο, αναγκάζεται να συνειδητοποιήσει γρήγορα, ότι μια γενική λύση της παθολογικής σύγκρουσης του ανθρώπου, προϋποθέτει λύση των κοινωνικών συγκρούσεων που υπάρχουν. Δηλαδή, η μεταβολή της κοινωνικής δομής, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη μεταβολή της ψυχικής δομής σε μαζική κλίμακα.

Η αλληλεξάρτηση της κοινωνικής δομής και της χαρακτηροδομής πάει ακόμα παραπέρα. Οι κοινωνικές διεργασίες είναι αντιφατικές. Στον τομέα της οικονομίας, οι συντηρητικές ανασταλτικές δυνάμεις είναι αντίθετες με τις δυνάμεις που σπρώχνουν προς τα μπρος. Για παράδειγμα, από τη μια μεριά έχουμε εθνικά σύνορα με δασμούς κι απ' την άλλη παγκόσμια οικονομία. Ο κολεκτιβισμός στη δουλειά, είναι αναμφίβολα ένα μεγάλο βήμα προς τα μπρος, αλλά αντικρούεται σε κάθε του πλευρά από τη νευρωτική καθήλωση στην οικογένεια. Θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε απεριόριστα τέτοια παραδείγματα.

Στη χαρακτηροδομή βρίσκουμε επίσης γνωρίσματα που σπρώχνουν προς τα μπρος κι άλλα συντηρητικά γνωρίσματα που τους εναντιώνονται. Η επιθυμία για συλλογική ζωή, πραγματικά ζωντανή, για την ευτυχία, για τη γνήσια ανθρώπινη επαφή, για χαρούμενη παραγωγική δουλειά, όλες αυτές οι τάσεις έχουν ν' αντιπαλέψουν όχι μόνο με την κοινωνική δομή, αλλά και με τέτοιους εσωτερικούς παράγοντες όπως το φόβο του χάους, τα αισθήματα ανικανότητας, την ψυχική ακαμψία, την εξάρτηση από την εξουσία κ.λπ. Ο συντηρητισμός στην κοινωνία, θεριεύει ουσιαστικά, με την ψυχική αναστολή των ανθρώπων. Ευδοκιμεί σε κινήματα όπως το κίνημα της Οξφόρδης και κάθε τι το μυστικιστικό και αντιδραστικό και με τη νευροφυτική ενέργεια των ανθρώπων που θέλει να εκφραστεί αλλά δεν μπορεί. Επειδή δεν μπορεί, εκτρέπεται σε αφύσικα κι εχθρικά προς τη ζωή κανάλια κι έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς αρνητικούς για τη ζωή. Το αντίθετο, είναι η αρχή της οικονομικής ρύθμισης που βασίζεται στην πλήρη κατάφαση της ζωής για τις μάζες των ανθρώπων. Ένα τέτοιο πρόγραμμα περιλαμβάνει την άμεση φυσική επαφή ανάμεσα στους ανθρώπους, την πρόληψη των εξελίξεων που είναι αρνητικές για τη ζωή και την ενθάρρυνση της φυσικής ανάπτυξης της νευροφυτικής ενέργειας. Η κοινωνική εξέλιξη είναι απλά η συνέχιση της γενικής εξέλιξης της φύσης.

Οι μάζες των ανθρώπων δεν είναι απλά «παθητικές», δεν είναι απλά «ηλίθιες κι εξαρτημένες». Μάλλον είναι κομματιασμένες ανάμεσα στο φόβο για τη ζωή, την επιφανειακότητα, την έλλειψη κριτικής, τη φαινομενική ηλιθιότητα από την μια μεριά και τη γνήσια, βαθιά κατανόηση των ζωτικών αναγκών απ' την άλλη. Κάθε σημερινός άνθρωπος κουβαλάει μέσα του αυτή τη δυαδική φύση και η κοινωνική ανάπτυξη του μέλλοντος δεν έχει σπουδαιότερη αποστολή από το να κάνει τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν τις θετικές όψεις αυτής της σύγκρουσης και να τις αναπτύξουν.

Σε σχέση μ' αυτό, θα ήθελα, τέλος να πω μερικά λόγια γύρω από την αποστολή των επιστημόνων. Οφείλουμε στον Μαρξ μια πολύ απλή εξήγηση της έννοιας «ριζοσπάστης». Το να είσαι ριζοσπάστης δε σημαίνει τίποτα άλλο από το να «πηγαίνεις στη ρίζα» των πραγμάτων. Αυτή είναι η αποστολή του επιστήμονα. Κάθε επιστήμη, αν θέλει να θεωρείται σοβαρή και να εκπληρώνει την αποστολή της, είναι κατ' ανάγκη ριζοσπαστική. Αν θέλουμε να ακριβολογήσουμε, δεν μπορεί να υπάρχει αντιδραστική επιστήμη. Όλα τα πράγματα που αυτοαποκαλούνται επιστήμη και βρίσκονται ταυτόχρονα στην υπηρεσία αντιδραστικών ιδεολογιών, μπορεί εύκολα να δειχτεί ότι δεν είναι επιστήμη, αλλά μυστικισμός και προκατάληψη. Πρέπει να απαιτούμε η επιστήμη κι ο επιστήμονας να μην προσκολλώνται καθόλου στο ένα ή στο άλλο πολιτικό πιστεύω, αλλά πρέπει να επιδιώκουν να είναι ριζοσπάστες, δηλαδή να πηγαίνουν στη ρίζα των πραγμάτων.

Η πραγματική επιστημονική δουλειά εμποδίζεται σήμερα σε απίστευτο βαθμό. Οι καιροί μας χαρακτηρίζονται από το μυστικισμό και την τυφλή υποταγή στην εξουσία των μαζών. Η επιστήμη διατρέχει μεγάλο κίνδυνο. Εκατοντάδες επιστήμονες αναγκάστηκαν να φύγουν από τη Γερμανία μόνο και μόνο επειδή ήταν επιστήμονες. Σχεδόν κανείς απ' αυτούς δεν είχε πολιτική ανάμειξη. Ήταν απλά επιστήμονες. Όταν οι επιστήμονες αναγκάζονται να τραπούν σε φυγή και σε γενικό επίπεδο η παράλογη σκέψη και δράση δεν εξουδετερώνεται απ' τη γνώση και την ορθολογική δράση, θα πρέπει να τραπούν σε φυγή κι άλλοι. Δεν ωφελεί να είναι κανείς επιφυλακτικός. Κι αυτοί που δεν τόλμησαν να βγάλουν τα συμπεράσματά τους από τις ανακαλύψεις τους, αναγκάσθηκαν επίσης να τραπούν σε φυγή. Αφού είναι έτσι, καλύτερα να είναι κανείς συνεπής. Ο επιστήμονας έχει μόνο μία σωστή κοινωνική αποστολή: πρέπει να εξακολουθεί την ερευνά του για την αλήθεια, παρ' όλα τα εμπόδια που μπορούν να του παρουσιασθούν και να μην υπακούει σε κανένα από τους περιορισμούς που μπορεί να προσπαθήσουν να του επιβάλλουν οι φορείς των αρνητικών για τη ζωή ιδεολογιών.

Ο πόλεμος που χτυπάει την πόρτα μας θα φέρει αλλαγές που προς το παρόν είναι ασύλληπτης έκτασης. Στο μεταξύ, ο επιστήμονας δεν μπορεί να κάνει τίποτα καλύτερο από το να προετοιμάζεται για τον καιρό που θάρθει η μεγάλη αλλαγή. Είναι τόσοι πολλοί αυτοί που ασχολούνται προσπαθώντας να βρουν ακόμα καλύτερες και πιο αποτελεσματικές ακτίνες θανάτου. Ας ελπίσουμε ότι τα γεγονότα που έρχονται θα ωθήσουν τους επιστήμονες να ερευνήσουν, επιτέλους τις ακτίνες της ζωής.(1)

Πρέπει νάμαστε προετοιμασμένοι κι έτοιμοι, για τον καιρό, που θα έρθει μια ορθολογική κατάσταση, όπου όλοι εκείνοι που θα δουλεύουν και θα καθορίζουν οι ίδιοι τη ζωή τους, θα μας χρειαστούν.

Υποσημείωση

  1. Σημείωση του οργονομιστή γιατρού Τίοντορ Γούλφ (Theodore P. Wolfe), που ήταν εκδότης του περιοδικού «International Journal of Sex economy and Orgone Research» και παράλληλα μεταφραστής αυτού του άρθρου. Όταν το 1936 διάβασα αυτό το κείμενο κατάλαβα εκείνο που εννοούσε ο συγγραφέας. Ήταν το όραμα ενός επιστήμονα που μετά από χρόνια τίμιας επιστημονικής προσπάθειας, έφτασε στο σημείο να ξέρει όχι μόνο τον παραλογισμό στην επιστημονική δουλειά, αλλά έμαθε να καταλαβαίνει και τα κίνητρά του. Ήταν το όραμα ενός θεραπευτή που είχε δει ασθενείς, άρρωστους από τον παραλογισμό μέσα στην κοινωνία, να γίνονται λογικά όντα, ικανά για φυσική αυτορρύθμιση και μπορούσε να οραματισθεί την ίδια διαδικασία στο μέλλον της κοινωνίας. Μπορούσα να καταλάβω τι εννοούσε, αλλά πίστευα ότι έβλεπε σε ένα μέλλον απεριόριστα μακρινό. Όταν ξαναδιάβασα αυτό το κείμενο τελευταία, ενώ είχα να το δω αρκετά χρόνια, έμεινα άναυδος. Οι επιστήμονες εξακολουθούν να ψάχνουν για πιο ισχυρές ακτίνες θανάτου. Πριν λίγο καιρό, μια εφημερίδα έγραψε με μεγάλα γράμματα: «ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΟ ΜΗΧΑΝΗΜΑ ΑΚΤΙΝΩΝ - X ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ ΤΟΝ ΚΑΡΚΙΝΟ. Ο σωλήνας των 2 - 3 εκατομμυρίων βολτ είναι ο πιο ισχυρός σ' όλο τον κόσμο». Αλλά στο μεταξύ, το 1939, ο Ράιχ ανακάλυψε την οργονική ακτινοβολία, δηλαδή, τις ακτίνες ζωής. Την ανακάλυψη αυτή δεν την έκανε ούτε ενώ ερευνούσε για μια νέα ακτινοβολία, ούτε ενώ αναζητούσε μια νέα θεραπεία του καρκίνου, αλλά απλά στην πορεία της συνεπούς μελέτης του στο θέμα της ζωντανής λειτουργικότητας. Πολύ πιθανό να μπορούσε να γίνει μόνο έξω από το πλαίσιο της επίσημης επιστήμης. Όταν έκανε αυτή την ανακάλυψη, ο ερευνητής δεν ήταν ένα όργανο της σημερινής κοινωνίας, αλλά της ίδιας της ζωντανής λειτουργίας που αυτή η κοινωνία εξακολουθεί ν' αρνείται. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε πως το γεγονός ότι οι άνθρωποι ζουν καθημερινά τον τωρινό θρίαμβο των αρνητικών για τη ζωή δυνάμεων, θα τους κάνει να συνειδητοποιήσουν τις ζωτικές τους ανάγκες και να ξαναρχίσουν την πάλη για τις φυσικές τους ανάγκες και δικαιώματα κι ότι η επιστήμη θα πάρει μέρος σε αυτή την πάλη.

Πηγή : Το Περιοδικό της Οργονομίας, τεύχος 8, σελίδες 30-43.

Κατεβάστε το παραπάνω άρθρο σε μορφή pdf :
pdfXaraktiras_kai_Koinonia.pdf717.19 KB.